Η ψηφοθηρία στην Ελλάδα έχει πάρει διάφορες μορφές διαχρονικά. Όμως, κάποιες παραμένουν σταθερές αξίες. Ένας τρόπος είναι η παροχή προνομίων σε διάφορες επαγγελματικές ομάδες, που καταλήγουν στη μείωση του ανταγωνισμού και στα φουσκωμένα κέρδη τους. Ένας άλλος τρόπος είναι οι προσλήψεις στο δημόσιο και ιδιαίτερα οι αργομισθίες και τα πάσης φύσεως επιδόματα σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού.
Έτσι, κάθε κόμμα εξουσίας επιδιώκει να διαμορφώσει θέσεις και να λάβει μέτρα, αν είναι κυβέρνηση, που να έχουν απήχηση σε μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων.
Είναι λοιπόν απορίας άξιον που δεν έχει τύχει της προσοχής των κομμάτων ένα μέτρο που θα είχε απήχηση στους δανειολήπτες, καθώς θα μείωνε το βάρος εξυπηρέτησης των δανείων τους. Ταυτόχρονα, θα αποθάρρυνε τις εγχώριες τράπεζες από τη δημιουργία θυγατρικών σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Αναφερόμαστε στην ειδική εισφορά του Ν. 128, που επιβαρύνει όλα τα δάνεια για νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς αυξάνει τους μεν τόκους των στεγαστικών δανείων κατά 0,12% και τους τόκους των επιχειρηματικών δανείων κατά 0,60%. Η εισφορά επιβλήθηκε το μακρινό 1975, για να βοηθήσει τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και προφανώς ο τότε σκοπός δεν υφίσταται σήμερα.
«Αυτό είναι μοναδικό φαινόμενο στην ευρωζώνη και είναι καταφανής φορολογική αδικία. Αυτά θα πρέπει να εξαλείψουν και όχι να δίνουν επιδοτούμενα δάνεια και άλλες τέτοιες χαζομάρες», τονίζει πρώην τραπεζίτης. «Αν είσαι εταιρεία και έχεις δάνειο 1 εκατ. ευρώ, θα πληρώνεις 6.000 ευρώ τον χρόνο και 60.000 ευρώ στη 10ετία. Πληρώνεις γιατί χρωστάς και είσαι στην ανάγκη. Ελλαδάρα 2.0!».
Η εισφορά του Ν. 128 είναι ένας από τους βασικούς λόγους -σε κάποιες περιπτώσεις, ο μοναδικός- που οι ελληνικές τράπεζες έχουν θυγατρικές στην ευρωζώνη, πρόσθεσε. «Δεν χρειάζεσαι θυγατρική στην ευρωζώνη για άλλο λόγο. Όλες οι τραπεζικές άδειες ισχύουν για το σύνολο της ευρωζώνης», ανέφερε.
Είναι επίσης ένας από τους λόγους που το επιτοκιακό spread καταθέσεων και δανείων εμφανίζεται πιο αυξημένο στην Ελλάδα, σε σχέση με άλλες χώρες. Επιπλέον, το αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης των δανείων δεν τονώνει τη ζήτηση για δάνεια και αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη της οικονομίας και στις τράπεζες.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης του Ν.128 του 1975. Από την άλλη πλευρά, η ειδική εισφορά του Ν.128 πρέπει να συγκεντρώνει σημαντικά ποσά ετησίως, που θα πρέπει να αναπληρωθούν, αν καταργηθεί. Σίγουρα, πάνω από 100 εκατ. ευρώ ετησίως και πιθανόν αρκετά περισσότερα.
Όμως, το ζύγι γέρνει ξεκάθαρα υπέρ της κατάργησης της εισφοράς του Ν.128 και από τη στιγμή που υπάρχει υπέρβαση του στόχου στα δημοσιονομικά, οι Βρυξέλλες θα μπορούσαν να δώσουν το πράσινο φως.