Από την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ μέχρι το 2008, η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης όπως υπερήφανα επεσήμαναν οι τότε κυβερνώντες, οι τραπεζίτες και άλλοι εκείνη την περίοδο.
Τροφοδότης εκείνης της ανάπτυξης ήταν η κατανάλωση του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και κατά δεύτερο λόγο οι επενδύσεις σε ακίνητα και πιο συγκεκριμένα κατοικίες.
Ο υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης δεν απέτρεψε την συσσώρευση περισσότερου δημόσιο χρέους καθώς η δημοσιονομική πολιτική παρέμεινε επεκτατική. Ταυτόχρονα, το κόστος ανά μονάδα προϊόντος αυξανόταν ταχύτερα σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους μας στην ευρωζώνη, υπονομεύοντας την διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας καθώς οι αυξήσεις μισθών υπερέβαιναν κατά πολύ την άνοδο της παραγωγικότητας.
Το αποτέλεσμα; Τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης και του εξωτερικού ισοζυγίου. Η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους ως η εποχή των μνημονίων.
Ερχόμενοι στη σημερινή περίοδο οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι η κυβέρνηση και γενικότερα το πολιτικό σύστημα δεν αμφισβητεί την ανάγκη εφαρμογής μιας συνετούς δημοσιονομικής πολιτικής.
Θα μου πείτε ότι δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς. Από την μια πλευρά έχουν τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που βάζουν φρένο στην ετήσια αύξηση των καθαρών, πρωτογενών δαπανών για κάθε χώρα μέλος της ευρωζώνης και από την άλλη πλευρά τις αγορές που παρακολουθούν.
Όλα αυτά μας ήλθαν στο νου, διαβάζοντας την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 3ο τρίμηνο ο οποίος ανήλθε σε 2,4%.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η ανάπτυξη οφείλετο σε μεγάλο βαθμό στην συνολική κατανάλωση που αυξήθηκε κατά 1,3% και συγκεκριμένα της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 2,1% σε ετήσια βάση έναντι αύξησης μόλις 0,3% των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Η συνεισφορά του εξωτερικού τομέα ήταν αρνητική καθώς η αύξηση των εισαγωγών υπερέβη την αύξηση των εισαγωγών.
Παρά λοιπόν τον πακτωλό κοινοτικών χρημάτων από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), οι επενδύσεις δείχνουν να χωλαίνουν καθώς μπαίνουμε στο 2025, το τελευταίο χρόνο του ΤΑΑ.
Για μια ακόμη φορά, όπως στο παρελθόν, η λοκομοτίβα της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι η ιδιωτική κατανάλωση. Αν το ΑΕΠ ανέλθει σε 238 δισ. ευρώ και η ιδιωτική κατανάλωση σε 161,6 δισ. ευρώ φέτος όπως προβλέπει η Κομισιόν, η κατανάλωση του ιδιωτικού τομέα θα αντιστοιχεί στο 67% και πλέον του ΑΕΠ.
Κι όλα αυτά σε μια χώρα που τα δηλωθέντα εισοδήματα υπολείπονται της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά μερικές δεκάδες δισ. ευρώ επί σειρά ετών, γεγονός που δεν εξηγείται από τις μεταβολές της αποταμίευσης. Κοινώς, υπάρχει μεγάλη φοροδιαφυγή παρά τα μέτρα περιορισμού της που λαμβάνονται και αυτό αποτυπώνεται εν μέρει στην ιδιωτική κατανάλωση.
Είναι κουραστικό να ακούς τις νουθεσίες περί αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας από αρμόδιους και μη και να συνεχίζεται η ίδια κατάσταση. Για να μην αδικήσουμε κανένα οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι έχει γίνει σημαντική πρόοδος στις εξαγωγές αλλά η χώρα συνεχίζει να υστερεί στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου.
Το υψηλό ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης προς το ΑΕΠ το 3ο τρίμηνο του 2024 επιβεβαιώνει τον καταλυτικό της ρόλο αλλά και πόσο ευάλωτη θα είναι η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Τότε, που η απασχόληση θα πλησιάζει τον σκληρό πυρήνα και επομένως τα όποια οφέλη θα είναι μικρά και τα κοινοτικά κονδύλια του ΤΑΑ θα σταματήσουν να ρέουν.
Όμως, όπως στρώσαμε θα κοιμηθούμε ακόμη μια φορά.