Οι αριθμοί δεν λένε ψέματα.
Στην Ελλάδα, η σωρευτική αύξηση του μέσου ονομαστικού ωριαίου μισθού υστέρησε έναντι του πληθωρισμού από τον Δεκέμβριο του 2019 μέχρι σήμερα σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Γι’ αυτό τον λόγο, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες-μέλη του οργανισμού που είδαν τους πραγματικούς μισθούς να μειώνονται την ανωτέρω περίοδο. Στην ίδια κατηγορία βρίσκει κάποιος την Γερμανία, την Γαλλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ιταλία, την Φινλανδία, την Σουηδία και την Τσεχία από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ).
Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ανέφερε χθες στη Βουλή ότι ο μέσος μισθός θα ξεπεράσει τα 1500 ευρώ το 2027 και ο κατώτατος μισθός θα ανέλθει στα 950 ευρώ από 830 ευρώ σήμερα και 650 ευρώ το 2019. Δηλαδή, η μέση ετήσια αμοιβή των μισθωτών θα ξεπεράσει τις 21 χιλ. ευρώ έναντι 17 χιλ. που ήταν το 2023 σύμφωνα με την Eurostat.
Να υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα κατρακύλησε δυο θέσεις στη γενική κατάταξη των αμοιβών της ΕΕ πέρυσι σε σχέση με το 2022 καθώς την ξεπέρασαν Πολωνία και Ρουμανία. Πλέον, η χώρα μας ξεπερνά μόνο την Βουλγαρία και την Ουγγαρία που βρίσκεται μια ανάσα πίσω της με 16.900 ευρώ περίπου.
Προφανώς, υπάρχει θέμα. Όμως, η λύση δεν είναι οι αυξήσεις μισθών μ’ ένα «νόμο και ένα άρθρο» που επιθυμούν ορισμένοι. Η δύσκολη και μη δημοφιλής λύση είναι εκείνη που συστήνει ο ΟΟΣΑ. Η αύξηση της παραγωγικότητας.
Όπως αναφέρει ο διεθνής οργανισμός στην έκθεσή του για την Ελλάδα, όπου τα περισσότερα ΜΜΕ επικεντρώθηκαν στον προτεινόμενο φόρο για τις ανθυγιεινές τροφές και συνήθειες, η παραγωγικότητα εργασίας στη χώρα μας υστερεί έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ τις δυο τελευταίες δεκαετίες.
Οι βασικές αιτίες είναι η κατάρρευση των επενδύσεων και η χαμηλή ολική παραγωγικότητα που συνδέεται με την καινοτομία την ίδια περίοδο. Όμως, η διεύρυνση του χάσματος που συνδέει την ελληνική παραγωγικότητα με εκείνη άλλων χωρών έχει κι άλλες αιτίες.
Η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας ή «η βιομηχανική εξειδίκευση» όπως την αποκαλεί ο ΟΟΣΑ από τον τουρισμό και την γεωργία εξηγεί εν μέρει την υστέρηση της παραγωγικότητας εργασίας. Κι αυτό γιατί οι δυο κλάδοι χαρακτηρίζονται από χαμηλή προστιθέμενη αξία σε σύγκριση με την βιομηχανία και το ΙΤ. Δεν είναι τυχαίο ότι η εξάπλωση των ψηφιακών τεχνολογιών γίνεται με πιο αργό ρυθμό στην Ελλάδα όπως αναφέρει η έκθεση.
Όμως, σημαντικό χάσμα παραγωγικότητας σε σχέση με άλλες χώρες παρατηρείται επίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Πάνω από το 50% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με πάνω από 10 άτομα προσωπικό-το μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ- δεν χρησιμοποιούν πολύ ψηφιακές τεχνολογίες.
«Η Ελλάδα έχει ένα αναλογικά πολύ μεγάλο ποσοστό μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η ικανότητά τους να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες, καινοτομήσουν και αναπτυχθούν είναι περιορισμένη,» αναφέρει η έκθεση.
Προφανώς, έχει δίκιο. Η άρση των κανονιστικών εμποδίων, η αντιμετώπιση των ελλείψεων προσωπικού και δεξιοτήτων και η ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση θα τις βοηθήσουν αν και ευκολότερα λέγεται παρά γίνεται.
Οι συγχωνεύσεις ή εξαγορές μικρών επιχειρήσεων σε μεγαλύτερες είναι μια άλλη πιθανή λύση στο θέμα της χαμηλής παραγωγικότητας εργασίας. Οι φορολογικές διευκολύνσεις βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση αλλά δεν αρκούν. Συνήθως αρκετοί σπεύδουν να τις εκμεταλλευθούν χωρίς να έχουν πρόθεση για πραγματική συγχώνευση. Χρειάζονται λοιπόν κι άλλες μέθοδοι για να πεισθούν οι μικρές εταιρείες να ενωθούν σε κάτι πιο μεγάλο.
Όμως, δεν βλέπουμε πολιτικούς να έχουν την διάθεση να σπάσουν αυγά με στόχο την δημιουργία μεγαλύτερων εταιρειών που θα έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα εργασίας. Ως εκ τούτου, οι πιθανότητες να επιταχυνθεί ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας στην Ελλάδα από αυτή την οδό δεν είναι καλές.