Μετά από μια μεγάλη, παρατεταμένη πτώση η οποία οδήγησε στην απώλεια του 25% περίπου του Ακαθάριστου Εγχώριου Εισοδήματος (ΑΕΠ)-την μεγαλύτερη ύφεση που γνώρισε ανεπτυγμένη χώρα στη σύγχρονη εποχή- είναι λογικό να υπάρχει ανάκαμψη.
Όσοι περίμεναν μια αντίδραση όπως του συμπιεσμένου ελατηρίου διαψεύσθηκαν. Η ανάκαμψη ήταν αρχικά αδύναμη, ο ρυθμός ανάπτυξης ενισχύθηκε στη συνέχεια με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας αλλά δεν εντυπωσίασε.
Ίσως, το τελευταίο οφείλεται στους αδύναμους έως αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης της ευρωζώνης (ΕΖ). Είναι άλλο πράγμα να αναπτύσσονται οι εταίροι σου στην ΕΖ με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,8% και εσύ με 2,2% και άλλο αυτοί με 2% και εσύ με ρυθμό κοντά στο 5%. Το διάστημα 2019-2023, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας ήταν 2%.
Εν πάση περιπτώσει, το φετινό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει τα επίπεδα των 237,5 δισ. του 2009 μετά την ανοδική αναθεώρηση του περσινού κατά 5 δισ. ευρώ.
Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ταχύτερα από τις άλλες χώρες το 2025 και το 2026 είναι καλοδεχούμενο. Όμως, έχει επίσης ενδιαφέρον να δούμε αν οι ανωτέρω ρυθμοί ανάπτυξης οδηγούν σε αύξηση η μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Ένας τρόπος για να διαπιστώσει κάποιος τι πραγματικά συμβαίνει είναι να ρίξει μια ματιά στον συντελεστή Gini (Gini Coefficient) και στην αναλογία πεμπτημορίων εισοδήματος S80/S20 (income quantiles share ratio) της ΕΛΣΤΑΤ.
Ο συντελεστής Gini είναι ίσος με το Ο όταν όλοι οι πολίτες λαμβάνουν το ίδιο εισόδημα (ισότητα) και 1 όταν όλο το εθνικό εισόδημα είναι στα χέρια ενός ανθρώπου (ανισότητα). Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε σε 31,8% το 2023 από 31,4% το 2022 στην Ελλάδα. Δηλαδή, αν επιλέγαμε δυο άτομα τυχαία, τα εισοδήματά τους θα διέφεραν κατά 31,8% από το μέσο διαθέσιμο εισόδημα (mean equivalized disposable income).
Ο συντελεστής είχε φθάσει στο 34,3% το 2016 και υποχωρεί έκτοτε μέχρι το 31% το 2019 για να εμφανίζει αυξομειώσεις από τότε.
Προς την ίδια κατεύθυνση της αύξησης των εισοδηματικών ανισοτήτων δείχνει επίσης ο λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος S80/S20. Ο τελευταίος αυξήθηκε σε 5,28 πέρυσι από 5,25 το 2022 και 5,79 το 2021. Το 2016 είχε σκαρφαλώσει στο 6,55. Αυτό σημαίνει ότι το μερίδιο του εισοδήματος όσων ανήκουν στο πλουσιότερο 20% του πληθυσμού είναι 5,28 φορές μεγαλύτερο από εκείνο όσων ανήκουν στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερη σε σχέση με άλλες χώρες της Δυτ. Ευρώπης όπως η Αυστρία, Ολλανδία, Βέλγιο αλλά μικρότερη σε σύγκριση με χώρες των Βαλκανίων, π.χ. Βουλγαρία, και της Βαλτικής.
Λογικά, η αύξηση του κατώτατου μισθού και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής συμβάλλουν στη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας. Από εκεί και πέρα τα πράγματα περιπλέκονται.
Φυσικά, υπάρχει κι η άλλη άποψη που υποστηρίζει ότι η παραγωγικότητα κάθε ανθρώπου διαφέρει λόγω ειδικών ταλέντων, χαρακτήρα και τύχης. Ως εκ τούτου είναι λογικό να υπάρχουν εισοδηματικές ανισότητες. Είναι επίσης επιθυμητές αν δημιουργούν οικονομικά κίνητρα που ενθαρρύνουν την ανάπτυξη.
Πάντως, οι ακραίες εισοδηματικές ανισότητες που ενίοτε προκύπτουν μπορούν να προκαλέσουν μεγάλα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Επανερχόμενοι στα του οίκου μας θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ενίσχυση των ρυθμών ανάπτυξης με περιορισμό των εισοδηματικών ανισοτήτων στα επίπεδα άλλων Δυτικών χωρών δεν είναι ανέφικτη.