Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές του 21ου αιώνα, οι φτωχές οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας τής είχαν προσδώσει τον μη κολακευτικό τίτλο «the sick man of Europe».
Δικαιολογημένα. Από το 1998 μέχρι το 2005, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 1,2% ενώ η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης βίωσε επίσης μια ύφεση το 2003, με την ανεργία να ξεπερνάει το 11%.
Στις αρχές του νέου αιώνα ήταν η Γερμανία εκείνη που ζήτησε από την Ελλάδα και άλλες χώρες να κάνουν τα στραβά μάτια καθώς παραβίαζε τον δημοσιονομικό κανόνα του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ.
Κάπου 10 χρόνια αργότερα, η Γερμανία αποκαλείτο ο «οικονομικός σούπερ σταρ» της Ευρώπης, καθώς ξεπέρασε τη Μεγάλη Ύφεση του 2008-2009 και κατέγραφε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με τις άλλες μεγάλες οικονομίες.
Προς τα τέλη του 2015, προφητικά θα έλεγε κανείς, ο Γερμανός οικονομολόγος Ντάνιελ Γκρος, ο οποίος ήταν διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS) από το 2000 έως το 2020, είχε αναρωτηθεί σε άρθρο του αν πλησίαζε το τέλος της ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας.
Σ’ εκείνο το άρθρο, ο Γκρος είχε επισημάνει ότι τα 12 από τα 20 τελευταία χρόνια μέχρι το 2015, η Γερμανία αναπτυσσόταν πιο αργά σε σχέση με τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης των τριών άλλων μεγαλύτερων οικονομιών της ευρωζώνης, δηλ. της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Την ίδια χρονιά, έρευνα του ΔΝΤ προέβλεπε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Γερμανίας θα πέσει κάτω από τον μέσο όρο των άλλων τριών χωρών μέσα στην επόμενη 5ετία. Ούτε ο Γκρος ούτε το ΔΝΤ θα μπορούσαν να προβλέψουν την πανδημία του κορωνοϊού και την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία. Μπορούσαν όμως να δουν ότι έρχεται επιβράδυνση των γερμανικών εξαγωγών προς την Κίνα και άλλες αναδυόμενες αγορές.
Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Η γερμανική οικονομία έχει πληγεί περισσότερο από άλλες από το εμπάργκο και τους περιορισμούς στα ρωσικά καύσιμα και διέρχεται φάση στασιμότητας και πολιτικής αστάθειας. Οι εκλογές του Φεβρουαρίου μπορούν να θεραπεύσουν ή να κλείσουν πληγές.
Αντίθετα, η Ελλάδα, παρά τα γνωστά διαρθρωτικά προβλήματά της, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος και η γήρανση του πληθυσμού, αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και αυτό δεν φαίνεται ότι θα αλλάξει την επόμενη διετία τουλάχιστον. Ούτε διαφαίνεται πολιτική αστάθεια.
Η αγορά το έχει συνεκτιμήσει, συρρικνώνοντας τη διαφορά αποδόσεων ανάμεσα στο 10ετές ελληνικό κρατικό ομόλογο και το αντίστοιχο γερμανικό ομόλογο κάτω από τις 90 μονάδες βάσης. Μάλιστα, η διαφορά με το αντίστοιχο 10ετές γαλλικό ομόλογο είναι κοντά στις 5 μονάδες βάσης.
Η Γερμανία εμφανίζεται παγιδευμένη. Από τη μια πλευρά, υπάρχουν οι απειλές του Τραμπ για επιβολή δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα, η πιο δύσκολη κινεζική αγορά και το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους» στο 0,35% του ΑΕΠ και από την άλλη πλευρά, το μεταναστευτικό, που βοηθά τα πιο ριζοσπαστικά κόμματα.
Σε λίγα χρόνια, αν συνεχιστεί η υπεραπόδοση της Ελλάδας, τα απομνημονεύματα της Ανγκελα Μέρκελ και οι αναφορές της στην ελληνική κρίση θα φαντάζουν σαν να είναι μια άλλης εποχής.
Αναμφίβολα, η Γερμανία είναι σήμερα σε πιο δύσκολη φάση σε σχέση με την Ελλάδα, όπως στις αρχές του 21ου αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Γερμανία δεν έχει τη δυνατότητα να το γυρίσει όπως έκανε μετά το 2005. Άλλωστε δεν πρέπει ποτέ να υποτιμούμε τους Γερμανούς.
Η ζωή κάνει κύκλους και έχει γυρίσματα όμως.