Η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με υψηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της ευρωζώνης την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα μέχρι και το 2007.
Αυτό οφειλόταν κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης και δευτερευόντως στις επενδύσεις. Οι τελευταίες κατευθύνονταν βασικά σε ακίνητα. Αντίθετα, το εξωτερικό ισοζύγιο αποτελούσε τροχοπέδη καθώς οι εισαγωγές αυξάνονταν ταχύτερα από τις εξαγωγές.
Τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού μετά την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη και η επιθυμία των τραπεζών να δανείσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις συνέβαλε προς αυτή την κατεύθυνση. Τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού σε ευρώ επέτρεψαν επίσης στο δημόσιο να χρηματοδοτεί τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματά του, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος.
Τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια που η ελληνική οικονομία είναι μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες στην ευρωζώνη, με εξαίρεση τη χρονιά της πανδημίας το 2020;
Η ανάπτυξη είναι πιο ισορροπημένη καθώς συμβάλλουν περισσότερο οι εξαγωγές και οι επενδύσεις αλλά το κλειδί παραμένει η ιδιωτική κατανάλωση. Επιπλέον, υπάρχει δημοσιονομική πειθαρχία και το ασφαλιστικό σύστημα δεν την απειλεί όπως την πρώτη δεκαετία του 2000.
Η συνολική κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική) εκτιμάται σε 203 δισ. ευρώ το 2024, δηλ. στο 88% του ΑΕΠ περίπου έναντι 194,1 δισ. το 2023, 183 δισ. ευρώ το 2022 και 163,5 δισ. το 2021.
Όμως, οι εξαγωγές εμφανίζουν κόπωση και αυξομειώσεις μετά τη σημαντική αύξηση της τελευταίας 10ετίας, η οποία αποδίδεται στις μεταρρυθμίσεις και στο μικρότερο εργατικό κόστος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 105,6 δισ. ευρώ φέτος από 98,8 δισ. το 2023, 101,5 δισ. το 2022 και 74,3 δισ. το 2021, με βάση τις εκτιμήσεις της Κομισιόν.
Ανοδικά κινούνται επίσης οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, αν και υστερούν σε απόλυτο μέγεθος έναντι των εξαγωγών. Οι συνολικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αναμένεται να αυξηθούν σε 40 δισ. ευρώ φέτος έναντι 37,1 δισ. το 2023, 43,7 δισ. το 2022, 32,1 δισ. το 2021 και 23,8 δισ. το 2020, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν.
Κι όλα αυτά παρά τη μεγάλη βοήθεια από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF) και τα κονδύλια του ΕΣΠΑ 2020-2027. Είναι λοιπόν εύλογο να αναρωτιέται κανείς τι θα γίνει όταν σταματήσουν να ρέουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης μετά το 2026, άντε το 2027.
Το πιο πιθανό σενάριο είναι η στασιμότητα ή η ύφεση στις επενδύσεις. Με δεδομένο ότι οι εξαγωγές δείχνουν κόπωση, η κατανάλωση θα πρέπει να αυξηθεί περισσότερο για να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία με τον σημερινό ρυθμό.
Όμως, αυτό συνεπάγεται πιθανή διεύρυνση του εξωτερικού ισοζυγίου καθώς μέρος της αυξανόμενης κατανάλωσης θα κατευθυνθεί στην αγορά ξένων αγαθών και υπηρεσιών. Είναι κάτι διαχρονικό που επαναλαμβάνεται σήμερα.
Είναι λοιπόν εύλογο να συμπεράνει κάποιος ότι αυτού του είδους η ανάπτυξη, η οποία θα βασίζεται στην κατανάλωση, έχει ημερομηνία λήξης. Η τελευταία πιθανόν συμπίπτει με μια νέα κρίση και είναι απόρροια του καταναλωκεντρικού παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Μακάρι να διαψευσθούμε.