Είναι συνηθισμένο στην Ελλάδα να χρησιμοποιούμε τις λέξεις «υπερκέρδη» ή «υπερέσοδα», θέλοντας να υπογραμμίσουμε την υπερβολή. Δηλαδή ότι είναι πολύ μεγάλα τα κέρδη των τραπεζών ή κάποιου άλλου κλάδου.
Είναι όμως έτσι; Ίσως είναι. Ίσως και όχι. Ο λόγος είναι απλός. Όταν λέμε π.χ. ότι ο τραπεζικός κλάδος βγάζει υπερκέρδη, θα πρέπει να προσθέσουμε σ’ αυτό κάτι σημαντικό. Υπερβολικά υψηλά κέρδη σε σχέση με τι; Τα κέρδη που είχαν οι ίδιες τράπεζες στο παρελθόν; Σε σύγκριση με τα κέρδη άλλων χωρών της ευρωζώνης;
Τουλάχιστον, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι οι χώρες, όπως η Ελλάδα, χρειάζονται υγιή τραπεζικά συστήματα, τα οποία δεν βάζουν σε κίνδυνο τις αποταμιεύσεις των πολιτών και των επιχειρήσεων και χρηματοδοτούν την εθνική οικονομία χωρίς αποκλεισμούς. Το τελευταίο δεν σημαίνει ότι όποιος ζητάει δάνειο το παίρνει.
Δυστυχώς, οι εγχώριες τράπεζες έπεσαν σε μεγάλες φουρτούνες τα χρόνια της κρίσης που η οικονομική δραστηριότητα βυθιζόταν, τα διαθέσιμα εισοδήματα συρρικνώνονταν και νόμοι με οριζόντιες ρυθμίσεις ενθάρρυναν τη δημιουργία επιπρόσθετων «κόκκινων» δανείων.
Επί πολλά χρόνια, τα εγχώρια τραπεζικά συστήματα κατέγραφαν ζημιές και διασώθηκαν από κεφαλαιακές ενισχύσεις οι οποίες έφεραν την εγγύηση των Ελλήνων φορολογουμένων. Υπό αυτές τις συνθήκες, οτιδήποτε κέρδος βγάζουν οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια μοιάζει με υπερκέρδος καθώς συγκρίνεται με τις ζημιές του παρελθόντος. Αυτό όμως δεν είναι σωστό.
Ένας άλλος τρόπος για να διαπιστώσει κάποιος αν οι ελληνικές τράπεζες βγάζουν υπερκέρδη ή όχι είναι να τις συγκρίνει με τις τράπεζες των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Η ΕΚΤ δημοσιεύει μια λίστα με κάποιους διεθνώς αποδεκτούς αριθμοδείκτες για την κερδοφορία, όπως η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων (ROE), δηλ. καθαρά κέρδη προς ίδια κεφάλαια, και η αποδοτικότητα του ενεργητικού (ROA), δηλ. καθαρά κέρδη προς το συνολικό ενεργητικό.
Τι διαπιστώνουμε για το 2ο τρίμηνο του 2024; Η ROE ήταν 14,08% και η ROA ήταν 1,49% για την Ελλάδα, έναντι 16,29% και 1,47% για την Πορτογαλία και 10,29% και 1,06% για την Ιρλανδία αντίστοιχα. Τις χαμηλότερες κερδοφορίες είχαν οι τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου, με μονοψήφιο ROE. Αντίθετα, τις καλύτερες επιδόσεις είχαν οι χώρες της Βαλτικής και η Σλοβενία. Σημειωτέον ότι δεν δίνονται στοιχεία για την Κύπρο και τη Μάλτα.
Με άλλα λόγια, η κερδοφορία των ελληνικών συστημικών τραπεζών ήταν κοντά και μάλλον ελαφρώς υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης στο τέλος του 2ου τριμήνου του 2024.
Από τους αριθμοδείκτες είναι σαφές ότι η κερδοφορία τους τροφοδοτήθηκε κυρίως από τρεις παράγοντες. Το μεγάλο επιτοκιακό περιθώριο (ΝΙΜ) -από τα μεγαλύτερα στην ευρωζώνη-, τη σημαντική μείωση του κόστους σε σύγκριση με το εισόδημα καθώς έκλεισαν καταστήματα και έστειλαν αρκετούς υπαλλήλους τους να δουλέψουν στους servicers και τη μεγάλη μείωση των προβλέψεων για τα προβληματικά δάνεια.
Αν όμως κάποιος πάει πίσω στο 2021, θα διαπιστώσει ότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν τις χειρότερες επιδόσεις και κατέγραψαν ζημιές. Επομένως, ο όρος «υπερκέρδη» δεν αποδίδει σωστά την πραγματικότητα παρά μόνο αν τα σημερινά κέρδη τους συγκριθούν με τις δικές τους ζημιές παλαιότερα. Αυτό όμως δεν είναι σωστό, αν θέλουμε ένα υγιή τραπεζικό σύστημα.
Την επόμενη λοιπόν φορά που κάποιος θα μιλήσει για υπερκέρδη, καλό θα ήταν να απαντήσει στο ερώτημα «σε σχέση με τι;».