Διεθνείς οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ, η Κομισιόν αλλά και οι αναλυτές ξένων και ελληνικών οίκων οι οποίοι παρακολουθούν την ελληνική οικονομία συμφωνούν στο εξής: Το δημογραφικό και το υψηλό δημόσιο χρέος αποτελούν δυο από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και δεν πρόκειται να εξαλειφθούν στο ορατό μέλλον.
Ως γνωστόν, οι γεννήσεις υπολείπονται σοβαρά των θανάτων, καθώς το ποσοστό αναπαραγωγής στην Ελλάδα είναι ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ και βρίσκεται πολύ κάτω από την ελάχιστη αναλογία 2,1 παιδιά ανά γυναίκα.
Η Κομισιόν προβλέπει ότι η διατήρηση της σημερινής δημογραφικής τάσης θα συρρικνώσει τον πληθυσμό της χώρας στα 7,5 εκατ. άτομα το 2050. Αυτή η εξέλιξη θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τα δημόσια οικονομικά καθώς οι δαπάνες για συντάξεις και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη θα αυξηθούν σημαντικά. Επίσης, η μείωση του πληθυσμού αναμένεται να έχει αρνητική επίπτωση στην παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη.
Ακόμη, το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ και τροχοπέδη στην ανάπτυξη μακροχρόνια. Κι αυτό παρότι το προφίλ του, δηλ. μέση διάρκεια δανείων, μέσο επιτόκιο δανεισμού κ.λπ., είναι ένα από τα καλύτερα στην ΕΕ για τα επόμενα χρόνια.
Όμως, ένας άλλος βασικός παράγοντας ο οποίος προσδιορίζει τις μακροχρόνιες προοπτικές της οικονομίας είναι η παιδεία. Η απόκτηση καλής παιδείας είναι σημαντική τόσο για τον καθένα χωριστά όσο και για την οικονομία και την κοινωνία.
Η παιδεία και η επαγγελματική επιμόρφωση επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη μέσω της ποιότητας της προσφερόμενης εργασίας (δεξιότητες). Η τελευταία είναι συνάρτηση της ποιότητας της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια) και της επαγγελματικής κατάρτισης.
Η παιδεία επηρεάζει επίσης την οικονομική ανάπτυξη μέσω της επιχειρηματικότητας. Η τελευταία παράγει (ή τουλάχιστον πρέπει να παράγει) πλούτο μέσω του συνδυασμού των συντελεστών παραγωγής και της διαθέσιμης γνώσης. Η εκπαίδευση παίζει ρόλο στον τρόπο που λαμβάνονται οι επιχειρηματικές αποφάσεις.
Ποια είναι η ποιότητα της παιδείας στη χώρα μας; Οι χαμηλές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στο πρόγραμμα αξιολόγησης PISA του ΟΟΣΑ (μαθηματικά, επιστήμες) μιλάνε από μόνες τους. Παρ’ όλα αυτά οι αρμόδιοι τις προσπερνάνε αντί να αναζητήσουν τα αίτια και να τα θεραπεύσουν.
Αλλη έρευνα του ΟΟΣΑ ανάμεσα σε ενήλικες, η PIAAC, έδειξε ότι το 19% των αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων όχι μόνο δεν γνωρίζουν το αντικείμενο που σπούδασαν, αλλά είναι περίπου λειτουργικά αναλφάβητοι. Ακόμη, η Ελλάδα είναι μια από τις 50 πλουσιότερες χώρες στον κόσμο σε κατά κεφαλή εισόδημα αλλά ούτε ένα εγχώριο πανεπιστημιακό ίδρυμα δεν έχει καταφέρει να πλασαριστεί στην πρώτη 50άδα των καλύτερων στην αξιολόγηση της «Λίστας της Σαγκάης».
Κάθε φορά που κάποιος θέτει αυτά τα ζητήματα, η πρώτη απάντηση που παίρνει είναι ότι χρειάζεται αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης. Αυτή θα βοηθούσε, αλλά η ποιότητα της παιδείας δεν είναι μόνο θέμα χρηματοδότησης. Είναι επίσης συνάρτηση και άλλων πραγμάτων όπως η αποτελεσματικότητα της χρηματοδότησης, η οργάνωση και η διαχείριση του εκπαιδευτικού συστήματος.
Υπάρχουν χώρες που δαπανούν σχετικά μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ τους στην παιδεία αλλά οι μέσες επιδόσεις των μαθητών τους είναι χαμηλότερες σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες που δαπανούν λιγότερα.
Η παιδεία συμβάλλει επίσης στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων όταν προσφέρει ίσες ευκαιρίες, αλλά όχι ισότητα στο αποτέλεσμα. Στην Ελλάδα όμως έχουμε υπερπληθώρα πανεπιστημιακών πτυχίων, μεταπτυχιακών και διδακτορικών. Οι απόφοιτοι υπερβαίνουν αρκετά τον μέσο όρο της ΕΕ.
Θα συμφωνήσουμε λοιπόν με το συμπέρασμα ενός παλαιότερου άρθρου του κ. Τάσου Αναστασάτου, επικεφαλής οικονομολόγου του ομίλου της Eurobank, ότι «η φιλοσοφία του εκπαιδευτικού μας συστήματος χρήζει αναθεώρησης και δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε».
Αν φυσικά θέλουμε η παιδεία να συνεισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη.