Αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο, είχε αναφέρει ο Ρωμαίος ιστορικός Publius Flavius Vegetius Renatus.
Είναι αλήθεια ότι η φράση έχει χρησιμοποιηθεί έκτοτε από πολλούς πολιτικούς και άλλους, για να δικαιολογήσουν μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες ή/και να στηρίξουν συγκεκριμένες πολιτικές ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής.
Οι επικριτές στην ΕΕ κι αλλού επισημαίνουν ότι οι προετοιμασίες για πόλεμο δεν έχουν φέρει την ειρήνη, καθώς οι συγκρούσεις έχουν αυξηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία 15 χρόνια. Από την άλλη πλευρά, μια ματιά στην ιστορία της διαμάχης της Ελλάδας με την Τουρκία δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αμφιβολίες ότι η ανωτέρω φράση έχει εφαρμογή εδώ.
Η επίκληση της Γαλάζιας Πατρίδας, ο συστηματικός εξοπλισμός της γείτονος και η ανάπτυξη μιας μεγάλης εγχώριας στρατιωτικής βιομηχανίας με εξαγωγές όπλων αξίας άνω των 5 δισ. δολαρίων το 2023 δεν επιτρέπουν εφησυχασμό.
Καλές και απαραίτητες οι διεθνείς συμμαχίες και η συμμετοχή στην ΕΕ αλλά η ΕΕ είναι οικονομική ένωση. Η συμμετοχή τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ καθιστά το τελευταίο περισσότερο εξισορροπιστή μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών μελών του.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε δυο πράγματα που δεν πρέπει να μας διαφύγουν. Πρώτον, τη σημασία των σύγχρονων όπλων και του σημαντικού ρόλου των drones στο πεδίο της μάχης -τομέα στον οποίο η Τουρκία είναι από τους ηγέτες παγκοσμίως. Δεύτερον, τη σημασία που έχει η δυνατότητα ανάπτυξης μεγάλου αριθμού στρατιωτών στο πεδίο της μάχης. Φυσικά, οι εκτάσεις είναι τεράστιες εκεί αλλά και πάλι συνιστά πλεονέκτημα.
Ξεκινώντας από το δεύτερο, διαπιστώνουμε ότι είμαστε σε δυσχερή θέση έναντι της Τουρκίας λόγω του πληθυσμιακού και η ανισορροπία σε στρατεύσιμους αναμένεται να επιδεινωθεί τις επόμενες δεκαετίες.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΕ για τη γήρανση, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί σε 7,5 εκατ. άτομα το 2050, αν η υφιστάμενη δημογραφική τάση συνεχισθεί. Αντίθετα, της Τουρκίας θα αυξηθεί σε 120 εκατ. άτομα και πλέον. Η διαφορά είναι συντριπτική εις βάρος μας.
Τι απομένει; Η απόκτηση σύγχρονων όπλων και η καλύτερη χρήση τους. Ομως, η δυνατότητα κατασκευής τους εν μέρει ή στο σύνολο από εγχώριες εταιρείες για την απόκτηση τεχνογνωσίας αποτελεί σταθερή πολιτική της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες. Στόχος είναι η ανάπτυξη της εγχώριας στρατιωτικής βιομηχανίας και η υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία στα νέα όπλα που αποκτούν οι ένοπλες δυνάμεις τους.
Τι γίνεται στην Ελλάδα; Οι ένοπλες δυνάμεις αγοράζουν όπλα από το εξωτερικό και συνήθως το κράτος βγαίνει καθυστερημένα και εσπευσμένα στις αγορές γι’ αυτό τον σκοπό, γεγονός που παραπέμπει σε σημαδεμένη τράπουλα. Οι έμποροι όπλων, όπως είναι φυσικό, προτιμούν να αγοράζουν οπλικά συστήματα και το πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό τους σιγοντάρει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Δεν είναι τυχαίο ότι είχαμε προηγηθεί της Τουρκίας στον σχεδιασμό UAV, ονόματι Πήγασος, από το ΚΕΤΑ της Πολεμικής Αεροπορίας και κατόπιν κατασκευής του από την ΕΑΒ στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Κι όμως καταλήξαμε ουραγοί, με τους Τούρκους να εξάγουν τα UAV Μπαϊρακτάρ και άλλα σήμερα, κερδίζοντας δισ. δολάρια και αίγλη.
Η αλλαγή στάσης από την ελληνική πολιτεία με την παροχή χρόνου και μπόνους σε εγχώριες αμυντικές εταιρείες για τον σχεδιασμό, ανάπτυξη και παραγωγή οπλικών συστημάτων ή τμημάτων τους είναι απαραίτητη.
Το προσχέδιο της έκθεσης για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία που συνέταξε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι μπορεί να βοηθήσει αν υλοποιηθεί. Οπως ανέφερε το Politico, η έκθεση υποστηρίζει ότι οι αμυντικές εταιρείες της Γηραιάς Ηπείρου θα πρέπει να έχουν πλήρη πρόσβαση σε κεφάλαια της ΕΕ, ενώ οι συγχωνεύσεις δεν θα πρέπει να εμποδίζονται, ανεξάρτητα από ανησυχίες για θέματα ανταγωνισμού.
Το σχέδιο ευνοεί τις μεγάλες εταιρείες της Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας. Ομως, μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα. Και αυτό γιατί θα είναι ευκολότερο σε ελληνικές εταιρείες αμυντικού εξοπλισμού να συμμετάσχουν σε πρότζεκτ χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ και να αποκτήσουν know how.
Δυστυχώς, οι προοπτικές στο δημογραφικό δεν είναι ευοίωνες για την Ελλάδα. Με δεδομένο το μεγάλο τεχνολογικό χάσμα που τη χωρίζει στη στρατιωτική βιομηχανία από την Τουρκία δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Το παράθυρο ευκαιρίας που φαίνεται να ανοίγει ο Ντράγκι δεν πρέπει να χαθεί.