Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο ρυθμό της ευρωζώνης από το 2021 μέχρι σήμερα και αυτό δεν προβλέπεται να αλλάξει μέχρι τουλάχιστον το 2026.
Από την άλλη πλευρά, η πλειοψηφία των οικονομολόγων που παρακολουθούν την ελληνική οικονομία συμφωνούν ότι οι μακροχρόνιες προοπτικές ανάπτυξης της χώρας είναι «φτωχές». Κι αυτό παρά τον πακτωλό των κοινοτικών κονδυλίων που έχουν εισρεύσει ή εισρέουν (ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης κ.τλ.) στην Ελλάδα και κάποιες μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει.
Η ανωτέρω εκτίμηση συνάδει με τον μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας την τελευταία 40ετία που είναι γύρω στο 1%. Όμως, τέτοιοι ρυθμοί ανάπτυξης απαιτούν ακόμη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή για υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, αν θέλουν να μειώσουν το δημόσιο χρέος τους.
Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι σημαντικός για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων καθώς για κάθε ποσοστιαία μονάδα που αυξάνεται το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται κατά 0,3 της μονάδας περίπου σύμφωνα με κυβερνητικό στέλεχος. Αν λοιπόν αυξηθεί το ονομαστικό ΑΕΠ κατά 10 δισ. ευρώ τα έσοδα αυξάνονται κατά 3 δισ. περίπου. Προφανώς, ρόλο παίζει κι ο πληθωρισμός.
Αν λοιπόν η ανάπτυξη τελματώσει και ακόμη χειρότερα υπάρξει ύφεση, τα φορολογικά έσοδα θα υπολείπονται και θα δημιουργηθεί τρύπα στον προϋπολογισμό. Ο έλεγχος των πρωτογενών δαπανών είναι μέρος της λύσης, αλλά κανείς δεν θα ήθελε να συμβάλει στην επιδείνωση της οικονομίας, προχωρώντας σε μείωσή τους υπό τέτοιες συνθήκες.
Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών με στόχο την αύξηση των εσόδων του προϋπολογισμού θα μπορούσε επίσης να γίνει μπούμερανγκ, επιδεινώνοντας το οικονομικό περιβάλλον.
Η δίκαιη και σωστή λύση θα ήταν να υπάρξει αύξηση των κρατικών εσόδων μέσω διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Κοινώς, ο καθένας να συνεισφέρει ανάλογα με την φοροδοτική του ικανότητα και να μην υπάρχει άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να σταματήσει το κακόγουστο αστείο με τους συμπατριώτες-γείτονές μας οι οποίοι δηλώνουν επί σειρά ετών, δεκαετιών, εισοδήματα πείνας ενώ περνάνε μια χαρά.
Μας το υπενθύμισαν τα στοιχεία για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 2023 σύμφωνα με τα οποία οι μισθωτοί παραμένουν οι πιο πλούσιοι Έλληνες. Ακόμη κι αν κάποιοι εξ’ αυτών φοροδιαφεύγουν επίσης π.χ. μέσω ενοικίων, αγροτικών εκμεταλλεύσεων, η έκταση της φοροδιαφυγής εκεί είναι λογικά περιορισμένη.
Αντίθετα, η μεγάλη πλειοψηφία των ελεύθερων επαγγελματιών συνεχίζει να κοροϊδεύει τις φορολογικές αρχές, δηλώνοντας ψίχουλα. Μάλιστα ήταν οι μοναδικοί που δήλωσαν χαμηλότερο εισόδημα το 2023 σε σχέση με το 2022. Έτσι, διαβάσαμε ότι το δηλωθέν ετήσιο εισόδημα των κουρέων ήταν 2.300 ευρώ περίπου και των κομμωτριών κάπου 2.800 ευρώ. Όσοι έχουν πάει σε κουρείο γνωρίζουν ότι τα ανωτέρω νούμερα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Όπως δεν έχουν το μέσο ετήσιο εισόδημα των 3.200 ευρώ για τους ταξιτζήδες, το ακόμη χαμηλότερο για τους ιδιοκτήτες μπαρ κ.τλ. Για να μην αναφερθούμε σε γιατρούς, δικηγόρους, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς κ.τλ.
Ο τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματός τους και ο μεγαλύτερος φόρος που καλούνται πλέον να πληρώσουν είναι μέτρο ανάγκης και παραδοχής από το κράτος ότι γνωρίζει πως φοροδιαφεύγουν, αλλά αδυνατεί να τους πιάσει.
Προφανώς, η αύξηση των κάθε μορφής ηλεκτρονικών πληρωμών μπορεί να περιορίσει το φαινόμενο της φοροδιαφυγής περισσότερο. Το ίδιο ισχύει για τα ηλεκτρονικά τιμολόγια, την αναγνώριση μόνο των δαπανών που περνάνε στο myAADE κ.τλ.
Όμως, κάποια στιγμή θα πρέπει οι ποινές να γίνουν πολύ πιο αυστηρές για όσους επαγγελματίες πιάνονται να φοροδιαφεύγουν για δεύτερη φορά. Και επιτέλους να γίνει σε μεγάλη κλίμακα εκείνο που συμβαίνει σε άλλες χώρες. Αν δεν μπορείς να δικαιολογήσεις πως οι δαπάνες σου είναι αρκετά μεγαλύτερες από τα δηλωθέντα εισοδήματά σου, το πρόστιμο που θα σου επιβληθεί πρέπει να είναι τόσο μεγάλο που δεν θα σκεφθείς ποτέ ξανά να κοροϊδέψεις.
Αν αυτά δεν γίνουν, τα δημοσιονομικά βάρη θα επιβαρύνουν και πάλι τους μισθωτούς, συνταξιούχους και σωστούς ελεύθερους επαγγελματίες όταν η οικονομία μπει ξανά σε τέλμα.