Η φορολογία είναι μια λέξη που σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. «Η φορολογία είναι κλοπή» είναι ένα δημοφιλές σλόγκαν ανάμεσα στους φιλελευθεριστές (libertarians). Αποτυπώνει την πίστη ότι κρατικοί και μη κρατικοί παίκτες θα πρέπει να υπόκεινται στα ίδια ηθικά στάνταρντ.
Αντίθετα, η φορολογία για τους σοσιαλιστές είναι ένα εργαλείο για την επιβολή της κοινωνικής δικαιοσύνης και την μείωση των ανισοτήτων ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Για τους ρεαλιστές, η φορολογία είναι μέσο πολιτικής για τον ισολογισμό του κρατικού προϋπολογισμού και την ώθηση στην οικονομία.
Για την Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να ακολουθήσει μια νοικοκυρεμένη δημοσιονομική πολιτική επί δεκαετίες για να μειώσει δραστικά το δημόσιο χρέος της ως προς το ΑΕΠ, τα έσοδα από φόρους έχουν μεγαλύτερη σημασία όπως άλλωστε κι ο έλεγχος των κρατικών δαπανών.
Συχνά, πυκνά ακούμε παράπονα από πολλούς ότι υπερφορολογούνται και άλλους που συνδέουν (δικαιολογούν ίσως;) το χαμηλό επίπεδο των φόρων εισοδήματος που πληρώνουν με το σχετικά χαμηλά επίπεδο των κρατικών υπηρεσιών και αγαθών.
Επειδή όλα είναι σχετικά αναζητήσαμε τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για την φορολογία κάθε χώρας διαχρονικά από το 2000. Τι βλέπουμε;
Σε γενικές γραμμές, οι χώρες της ευρωζώνης εισπράττουν περισσότερους φόρους ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με χώρες από άλλες ηπείρους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι φόροι που εισπράττει η Γαλλία ανέρχονταν συνολικά στο 46% του ΑΕΠ το 2022 έναντι 45,4% το 2020 και 43,4% το 2000. Από την σκοπιά της, οι συνολικοί φόροι αντιστοιχούν στο 43% του ιταλικού ΑΕΠ έναντι 42,6% το 2000 και 40,5% το 2000. Στη περίπτωση της Γερμανίας, οι φόροι αντιστοιχούσαν στο 39% του ΑΕΠ το 2022, στο 38% περίπου το 2020 και στο 36,4% το 2000.
Από την πλευρά της η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει διανύσει πολύ μεγαλύτερο δρόμο με τους φόρους να αντιστοιχούν στο 41% του ΑΕΠ το 2022, στο 38,8% το 2020 και στο 33.4% το 2000. Τόσο το 2022 όσο και το 2020, η Ελλάδα ήταν πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Αντίθετα, το 2000, η χώρα βρισκόταν ελάχιστα πιο κάτω από τον μέσο όρο. Επομένως, έχει βάση το επιχείρημα ότι έχουν αυξηθεί τα φορολογικά βάρη διαχρονικά στην Ελλάδα αν και κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι ξεκίνησε από χαμηλότερη βάση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρχαν γνωστές χώρες με χαμηλότερο ποσοστό από την Ελλάδα το 2022 όπως η ΗΠΑ με φορολογικά έσοδα ίσα με 28% του ΑΕΠ, η Βρετανία με 34%, η Ρωσία με 23%, η Τουρκία με 21% και η Κίνα με 20% του ΑΕΠ.
Η Ιρλανδία είναι μια ξεχωριστή περίπτωση καθώς οι φόροι αντιστοιχούν στο 21% του ΑΕΠ το 2022 έναντι 30% το 2000. Δηλαδή η Ιρλανδία μείωσε το φορολογικό βάρος της ως προς το ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ περίπου. Η Πορτογαλία βρισκόταν στο 36,4% το 2022 από 31% το 2000.
Όμως, τα συνολικά νούμερα για τους φόρους δεν λένε όλη την αλήθεια. Γι’ αυτό αξίζει να δούμε που είμαστε σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ ανά φόρο.
Τι βλέπουμε; Η Ελλάδα εισπράττει λιγότερους φόρους εισοδήματος σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, κοινώς 15,2% του συνόλου των φόρων έναντι 23,7%. Ακόμη φτωχότερη είναι η επίδοση στα έσοδα από την φορολογία των νομικών προσώπων, μόλις 4,54% η Ελλάδα έναντι 10,2%.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα εισπράττει μεγαλύτερα έσοδα από την κοινωνική ασφάλιση με ποσοστό 33% έναντι 25,6% που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ. Το ίδιο ισχύει για τον φόρο στα ακίνητα με 7,4% έναντι 5,6% του ΟΟΣΑ και τους άλλους φόρους κατανάλωσης με 18,3% έναντι 11,3%. Αντίθετα, η Ελλάδα εισπράττει από ΦΠΑ 20,9% όσα κι ο μέσος όρος του όρος του ΟΟΣΑ, δηλ. 20,7%.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα έχει αυξήσει σημαντικά τα φορολογικά έσοδά της ως προς το ΑΕΠ από το 2000 μέχρι σήμερα. Επίσης, εισπράττει περισσότερα αναλογικά με άλλες χώρες από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, το real estate, και άλλους φόρους κατανάλωσης.
Αντίθετα, η Ελλάδα υπολείπεται σε έσοδα από τον φόρο εισοδήματος και τον φόρο νομικών προσώπων.