Δεν γνωρίζουμε αν αισθάνεστε πιο καλά όταν η Ελλάδα παραγγέλνει νέα όπλα αξίας δισ. ευρώ. Όμως, οι νυν και απόμαχοι στρατιωτικοί έχουν σοβαρό λόγο να αισθάνονται ακόμη καλύτερα καθώς ένα ποσοστό των αγορών καταλήγει στα ταμεία τους.
Ας ξεκινήσουμε όμως από παλιά.
Ίσως δεν είναι γνωστό αλλά στην ίδρυση του ΙΚΑ ως κρατικού φορέα κύριας ασφάλισης αντιτάχθηκαν σθεναρά πολλά σωματεία του ιδιωτικού τομέα τη δεκαετία του 1930. Ανάμεσά τους οι γιατροί με τους ιατρικούς συλλόγους, οι τραπεζικοί με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών και άλλοι.
Αν και θεσπίστηκε με νόμο του 1932 επί κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου, το ΙΚΑ ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1937 με διάταγμα του Ιωάννη Μεταξά. Παρ’ όλα αυτά το ΙΚΑ δεν κατάφερε να απορροφήσει τα άλλα ταμεία, τα οποία αντίθετα αυγάτισαν ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες.
Ο κ. Πάτρας, οικονομικός σύμβουλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εντόπισε το πρόβλημα που δημιουργούσε η λειτουργία 200 και πλέον ταμείων τη δεκαετία του 1950. Γι’ αυτό τον λόγο έκανε μια απόπειρα να τα συγχωνεύσει, αλλά βρήκε τοίχο, κατά το κοινώς λεγόμενο. Ο ίδιος, μιλώντας δεκαετίες αργότερα σε άτομο της αγοράς, ο οποίος μας τα μετέφερε, θεωρούσε σωστό να συγχωνευθούν όλα τα ασφαλιστικά ταμεία σε 8 και να διέπονται από τους ίδιους διαφανείς κανόνες.
Αργότερα, επί δικτατορίας, δέχτηκε πρόσκληση από τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο να πάει να τον δει και να τον συμβουλεύσει για θέματα κοινωνικής ασφάλισης ως ειδικός. Εκεί, σύμφωνα με τα μεταφερθέντα σε μας, έθεσε το θέμα της συγχώνευσης των πολυάριθμων ταμείων. Ο Παπαδόπουλος αποδέχθηκε την πρότασή του. Έφτιαξε λοιπόν το σχετικό νομοσχέδιο και περίμενε να μπουν οι υπογραφές των συναρμόδιων υπουργών. Ο καιρός περνούσε αλλά τίποτα δεν γινόταν.
Σε κάποιο σημείο, ο Παπαδόπουλος του είπε να το αφήσει, γιατί υπήρχαν αντιδράσεις. Όπως έμαθε, σύζυγοι υπουργών και άλλων στρατιωτικών οι οποίες είχαν διορισθεί στις τράπεζες και αλλού με ευγενή ταμεία δεν ήθελαν. «Ούτε η χούντα δεν μπόρεσε να το περάσει», είπε στο άτομο της αγοράς.
Τη δεκαετία του 1990 ήταν η σειρά του καθηγητή Σπράου, συμβούλου του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, να ζητήσει δημοσίως τον εξορθολογισμό και τη σύμπτυξη των πολυάριθμων ταμείων. Όταν ο κ. Τ. Γιαννίτσης επιχείρησε να το κάνει πράξη στις αρχές του 21ου αιώνα μαζί με άλλα, η Ελλάδα κατέβασε ρολά και το σχέδιο ακυρώθηκε.
Τελικά, ο ερχομός της τρόικα και οι όροι που επέβαλε οδήγησαν στη συγχώνευση των δεκάδων ασφαλιστικών ταμείων της χώρας. Όμως, ακόμη και η τρόικα δεν μπόρεσε να φέρει τα (ουσιαστικά) επικουρικά ταμεία των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, δηλ. το Μετοχικό Ταμείο Αεροπορίας, το Μετοχικό Ταμείο Ναυτικού και το Μετοχικό Ταμείο Στρατού υπό την εποπτεία του υπουργείου Εργασίας, όπως συμβαίνει με όλα τα άλλα. Αντίθετα, αυτά τα τρία ταμεία υπάγονται σήμερα στο υπουργείο Άμυνας.
Επιπλέον, θα περίμενε κάποιος τα τρία Μετοχικά Ταμεία να συγχωνευτούν σε ένα. Σωστό. Όμως, δεν το θέλουν όλοι. Ο λόγος; Τα τρία Μετοχικά Ταμεία εισπράττουν ένα ποσοστό, μικρότερο από 1%, από το ποσό που πληρώνει ο κρατικός προϋπολογισμός για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, όπως πληροφορούμαστε από διαφορετικές πηγές. Όμως, το ποσό δεν είναι ίδιο για κάθε Ταμείο. Κι αυτό γιατί η χώρα δαπανά περισσότερα λεφτά για την αεροπορία και κατόπιν το ναυτικό σε σχέση με τον στρατό.
Όταν λοιπόν η Ελλάδα αγοράζει Ραφάλ ή άλλα αεροσκάφη, ελικόπτερα κ.λπ., μόνο το Μετοχικό Ταμείο Αεροπορίας παίρνει λεφτά. Όταν η χώρα αγοράζει φρεγάτες Belharra, μόνο το Μετοχικό Ταμείο Ναυτικού έχει πόρους.
Επειδή τα περισσότερα λεφτά για εξοπλισμούς πάνε κυρίως στην Αεροπορία και στο Ναυτικό, ο Στρατός είναι ο ριγμένος. Είναι λοιπόν λογικό να θέλει το Μετοχικό Ταμείο Στρατού να συγχωνευθούν τα τρία ταμεία, ώστε να μοιράζονται οι προμήθειες εξίσου. Όμως, όπως μαθαίνουμε, οι της Αεροπορίας κυρίως δεν επιθυμούν τη συγχώνευση των Μετοχικών Ταμείων γιατί προφανώς λιγότεροι άνθρωποι εισπράττουν περισσότερα.
Φυσικά, ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα συνιστά η προμήθεια που εισπράττουν τα ταμεία των στρατιωτικών από τους υπόλοιπους φορολογούμενους κάθε φορά που η χώρα αγοράζει εξοπλιστικά προγράμματα. Κάτι που καμία κυβέρνηση δεν έθιξε.
Δυστυχώς, τα ανωτέρω δείχνουν ότι οι συντεχνίες βάζουν το συμφέρον τους πάνω απ’ όλα.