Το θυμάστε το πρότζεκτ «Ήλιος», το οποίο προέβλεπε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα από φωτοβολταϊκά και την εξαγωγή της στη Γερμανία και άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης;
Το πρότζεκτ ήταν μια από τις υποχρεώσεις του 2ου μνημονίου και θεωρείτο πηγή έλξης επενδύσεων και τροφοδότης της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Μέχρι κι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε κάνει σχετική δήλωση το καλοκαίρι του 2011, τονίζοντας ότι η Ελλάδα θα μπορούσε γίνει εξαγωγέας ενέργειας.
Τι έγινε στο τέλος; Μέσα σε δύο χρόνια το πρότζεκτ είχε εγκαταλειφθεί, γιατί πολύ απλά δεν ήταν ρεαλιστικό. Όσοι το προωθούσαν, καλή τη πίστει, δεν είχαν φροντίσει να εξασφαλίσουν αγοραστή για το ρεύμα.
Επιπλέον, κανένας πολιτικός στη Γερμανία κι αλλού δεν διανοείτο να βάλει τους καταναλωτές στη χώρα του να πληρώνουν εγγυημένες τιμές ενέργειας από φωτοβολταϊκά, τη στιγμή που έπεφταν σ’ όλο τον κόσμο. Και φυσικά, το πρόβλημα με την αναβάθμιση δικτύων στην Ελλάδα και τις χώρες από τις οποίες θα περνούσε το πράσινο ελληνικό ρεύμα.
Όμως, οι θιασώτες της πράσινης μετάβασης στην Ελλάδα δεν είχαν τέτοια θέματα. Ενέκριναν το ένα φωτοβολταϊκό (Φ/Β) και αιολικό πρότζεκτ πίσω από το άλλο, δίνοντας υψηλές εγγυημένες τιμές ενέργειας στους επενδυτές. Σκοπός ήταν να δοθούν οικονομικά κίνητρα για επενδύσεις σε ΑΠΕ. Όταν όμως το κράτος δεν μπορούσε να πληρώσει τις εγγυημένες τιμές, αποφάσισε να τις περικόψει, π.χ. κατά 35% στα Φ/Β μονόπλευρα. Για να αντισταθμίσει τις απώλειες, επέκτεινε τη διάρκεια των εγγυημένων τιμών κατά 7 χρόνια, στις επονομαζόμενες «παλιές» ΑΠΕ.
Πρόσφατα, ο υπουργός Ενέργειας κ. Σκυλακάκης, μιλώντας στο Balkan Energy Forum, αναφέρθηκε στο θέμα: «Επίσης πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η περίοδος των επιδοτήσεων στις ΑΠΕ έχει τελειώσει. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως αυτή της Δ. Μακεδονίας. Δεν υπάρχει δυνατότητα ο καταναλωτής να πληρώνει. Ήδη έχουμε έναν λογαριασμό της τάξης των 800 εκατ. ευρώ τον χρόνο, που θα πληρώνουμε για πολλά χρόνια ακόμη, για τις «παλιές» ΑΠΕ. Ταυτόχρονα η βίαιη μείωση των τιμών τις ώρες που λειτουργούν τα φωτοβολταϊκά έχει δημιουργήσει μια πτώση των τιμών, που αυξάνει το έλλειμμα στον ΕΛΑΠΕ. Επομένως είμαστε σε μια περίεργη φάση της ενεργειακής μετάβασης, όπου πρέπει να κινηθούμε με μέτρο, ώστε η αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια να αντιστοιχεί με την αύξηση της προσφοράς».
Πρόσφατα, η στήλη χρησιμοποίησε τον όρο «ενεργειακή σχιζοφρένια» στον τίτλο σχετικού άρθρου για να περιγράψει αυτό που συμβαίνει σήμερα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η ζήτηση παραμένει σταθερή σε γενικές γραμμές, αλλά η προσφορά αυξάνεται συνεχώς λόγω των επιδοτούμενων επενδύσεων σε ΑΠΕ από το Ταμείο Ανάκαμψης κ.λπ.
Το πρόβλημα της υπερπροσφοράς ενέργειας απειλεί την ευστάθεια του συστήματος, την ίδια στιγμή που άλλοι σχεδιάζουν δίκτυα για τη μεταφορά πράσινης ενέργειας από τη Μ. Ανατολή, χρεώνοντας τους εγχώριους καταναλωτές.
Κι ενώ ο Σκυλακάκης, έχοντας προφανώς εντοπίσει το πρόβλημα, προσπαθεί να το «μαζέψει», ο ΥΠΕΘΟ κ. Χατζηδάκης, στην πολιτική του οποίου ως υπουργού Ενέργειας χρεώνουν πολλοί στην αγορά τη σημερινή ανισορροπία ζήτησης και προσφοράς, συνεχίζει στο παλιό μοτίβο.
Μιλώντας στο 14th Annual Capital Link Sustainability Forum, με τίτλο «Βιωσιμότητα - Επενδύσεις & Ανάπτυξη», ο κ. Χατζηδάκης ανέφερε: «Και με βάση το ΕΣΕΚ προβλέπεται ότι πρέπει να έχουμε πράσινες επενδύσεις που θα προσεγγίζουν το ύψος ενός ΑΕΠ, περί τα 192 δισ. ευρώ έως το 2030».
Εν τω μεταξύ, ΑΔΜΗΕ και ΕΣΕΚ δεν συμφωνούν στις εκτιμήσεις για την εγχώρια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2030, όπως επισημαίνουν άνθρωποι της αγοράς.
Το να επιχορηγεί μια χώρα «πράσινες» επενδύσεις, έχοντας πλεονάζουσες χωρητικότητες σε ΑΠΕ και ευσεβείς πόθους για τη ζήτηση, δεν είναι σοφό.
Η κατάληξη του περίφημου πρότζεκτ «Ήλιος» μάς το υπενθυμίζει. Όπως άλλωστε και τα μεγάλα ποσά που πληρώνουν οι καταναλωτές ρεύματος για τις παλιές υψηλές εγγυημένες τιμές ενέργειας από ΑΠΕ.