Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι η διαφορά μεταξύ εθνικών επενδύσεων και εθνικής αποταμίευσης.
Ένας άλλος τρόπος για να διατυπώσει κάποιος αυτή τη διαφορά είναι ως το άθροισμα του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης και της διαφοράς επενδύσεων-αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα. Δυστυχώς, ακόμη μια φορά, στην Ελλάδα παρατηρείται το φαινόμενο η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας να συνοδεύεται από διεύρυνση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου.
Υπενθυμίζουμε ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανερχόταν σε 1,5% του ΑΕΠ το 2019, για να εκσφενδονισθεί στο 6,6% του ΑΕΠ το 2020, τη χρονιά της πανδημίας.
Το έλλειμμα παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα στο 6,8% του ΑΕΠ το 2021, με τον τουρισμό συμπιεσμένο, για να σκαρφαλώσει στο 10,3% του ΑΕΠ το 2022, με τις τιμές της ενέργειας στα ύψη. Την προηγούμενη χρονιά, το έλλειμμα μειώθηκε στο 6,3% του ΑΕΠ, με τις τιμές της ενέργειας σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα και τον τουρισμό σε επίπεδα-ρεκόρ στη χώρα μας.
Με δεδομένο το επενδυτικό κενό που μερικοί, όπως ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας, ανεβάζουν στα 100 δισ. ευρώ και την ανάγκη τόνωσης της ανάπτυξης με αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, οι επενδύσεις θα πρέπει να αυξάνονται σημαντικά για αρκετά χρόνια. Οι επενδύσεις αντιστοιχούσαν στο 14% του ΑΕΠ πέρυσι, έναντι 22% που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη.
Επομένως, το συμπέρασμα είναι απλό, αν μαζί με την αύξηση των επενδύσεων και την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης, δεν θέλουμε διεύρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από τη μια πλευρά, η Ελλάδα χρειάζεται δημοσιονομική πειθαρχία με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και από την άλλη, μεγάλη αύξηση της αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα και δη των νοικοκυριών.
Στη χθεσινή εκδήλωση της Eurobank για την αποταμίευση, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας τόνισε ότι είναι απαραίτητο να επανέλθουμε σε ένα ποσοστό αποταμίευσης στο 9% του ΑΕΠ από -4% που είμαστε σήμερα. O ίδιος σημείωσε ότι το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών έχει υποχωρήσει σε αρνητικά επίπεδα από το 2011 και είναι περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης. Η αποταμίευση των επιχειρήσεων βρέθηκε στο 10,3% του ΑΕΠ το 2023 από 12,6% το 2022.
Μάλιστα, όπως τονίσθηκε, υπάρχουν χώρες που είναι φτωχότερες από την Ελλάδα, αλλά έχουν πολύ υψηλότερο ποσοστό αποταμίευσης. Επομένως, το συγκριτικά χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας δεν εξηγεί, τουλάχιστον επαρκώς, το χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης.
Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η ροπή προς αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα σημειώνει σημαντική υποχώρηση ήδη από τη δεκαετία του 1990. Η ίδια τάση διατηρήθηκε μετά την ένταξη στο ευρώ. Επομένως, το έλλειμμα του ιδιωτικού τομέα (επενδύσεις μείον αποταμιεύσεις) δεν μπορεί να αποδοθεί σε μόνιμη αύξηση της ροπής προς επενδύσεις.
Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Οι επενδύσεις αναμένεται να αποφέρουν στο μέλλον αποδόσεις, ένα μέρος των οποίων θα μπορούσε να αποπληρώσει το αρχικό δάνειο. Από την άλλη πλευρά, όταν οι δαπάνες για κατανάλωση χρηματοδοτούνται με εξωτερικά δάνεια επί μακρόν, η κατάληξη είναι γνωστή.
Θα επακολουθήσει αναπόφευκτα στο μέλλον μια περίοδος κατά την οποία η κατανάλωση θα χρειασθεί να υπολείπεται του εισοδήματος για να εξυπηρετηθούν τα τοκοχρεολύσια του εξωτερικού χρέους. Θα είναι μια περίοδος αποταμίευσης με το ζόρι.
Η κοινωνία θα πρέπει να αποφασίσει τι θέλει. Η κυβέρνηση καθώς κι άλλοι παράγοντες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επιλογή της. Εθελοντική αποταμίευση ή αποταμίευση με το ζόρι;