Πρώτα, ένα flashback στον Δεκέμβριο του 2012.
Εκείνη την εποχή, ελήφθη η απόφαση να χρησιμοποιήσει η Ελλάδα κάπου 10 δισ. ευρώ από τη χρηματοδότηση του προγράμματος προσαρμογής για να επαναγοράσει χρέος ονομαστικής αξίας 30 δισ. ευρώ από την αγορά, ώστε να μειώσει το χρέος κατά 20 δισ. ευρώ.
Ο στόχος της επαναγοράς του χρέους (buyback) ήταν να καταστεί βιώσιμο (φερέγγυο), ώστε ο λόγος χρέος προς το ΑΕΠ να πέσει στο 120% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022.
Τελικά, χρειάστηκαν κάπου 11 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ισόποσο χρηματοδοτικό κενό στο πρόγραμμα και να τεθεί το ερώτημα πώς θα καλυφθεί. Τρεις ήταν οι τρόποι.
Ενας από τους τρεις τρόπους ήταν η αναβολή πληρωμής των τόκων στo δάνειο του EFSF (Master FΑFA), ύψους 96 δισ. ευρώ. Οι συσσωρευμένοι τόκοι εκτιμώνται κοντά στα 12 δισ. ευρώ μέχρι σήμερα και εκτιμάται ότι θα κυμαίνονταν μεταξύ 20 και 25 δισ. ευρώ στο τέλος του 2032.
Σημειώνεται ότι οι δεδουλευμένοι τόκοι υπολογίζονται στο δημοσιονομικό έλλειμμα κάθε χρόνο αλλά όχι στο δημόσιο χρέος, παρότι η ελληνική πλευρά ήθελε ευθύς εξαρχής να εμφανίζονται.
Όμως, η Eurostat και η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία δεν το ήθελαν για άλλους, δικούς τους λόγους, εκείνη την εποχή.
Κι ενώ όλοι περίμεναν ότι οι αναβαλλόμενοι τόκοι θα εμφανίζονταν στο δημόσιο χρέος στο τέλος του 2032, η Eurostat εμφανίζεται να έχει αλλάξει γνώμη και να θέλει να αλλάξει τον κανόνα. Φέρεται λοιπόν να θέλει να εμφανιστεί το ποσό των 12 δισ. ευρώ στο χρέος από φέτος, αν και η ελληνική πλευρά θα προτιμούσε αυτό να γίνει κάποια προηγούμενη χρονιά, ώστε να φαίνεται η βελτίωση, αν και το στοκ του χρέους προς το ΑΕΠ θα αυξηθεί.
Απ’ όσο κατανοούμε, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης δεν θα αιφνιδιαστούν από τη διαφαινόμενη αλλαγή στάσης της Eurostat. Επίσης, η αλλαγή στην καταγραφή δεν παράγει οικονομικό αποτέλεσμα.
Όμως, το ερώτημα είναι τι θα πουν οι επενδυτές όταν δουν το ελληνικό δημόσιο χρέος να αυξάνεται κατά 11-12 δισ. ευρώ ξαφνικά και ποια θα είναι η επίπτωση στη φήμη (reputation) της Ελληνικής Δημοκρατίας;
Πολύ περισσότερο όταν η Αθήνα ζητούσε να καταγραφούν οι τόκοι στο χρέος από το 2012-2013, αλλά ήταν η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία που δεν το ήθελε και η οποία σήμερα την εκθέτει στα μάτια της επενδυτικής κοινότητας, με την αλλαγή στάσης της Eurostat.
Είναι επόμενο λοιπόν να γεννάται το ερώτημα πώς εξηγείται η ξαφνική αλλαγή πλεύσης της Eurostat.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Όμως, ο νους μας πάει κάπου γιατί υπάρχει σχετικά πρόσφατο προηγούμενο. Η Eurostat έκανε πίσω όταν της επισημάνθηκε ότι το ίδιο θα έπρεπε να εφαρμοσθεί στην Ιταλία, εκτός από την Ελλάδα.
Με τη σημερινή τάση, σε λίγα χρόνια, το ελληνικό χρέος ως προς το ΑΕΠ θα βρεθεί κάτω από το ιταλικό. Οι Ιταλοί ευρωγραφειοκράτες αλλά και πολιτικοί δεν θα ήθελαν να γίνει αυτό, ώστε να είναι η χώρα τους δακτυλοδεικτούμενη.
Αν έχουμε δίκιο, η Eurostat παίζει καθυστερήσεις με αποφάσεις όπως η άμεση καταγραφή των αναβαλλόμενων τόκων στο ελληνικό δημόσιο χρέος αντί το 2032, λόγω Ιταλίας.
ΣΗΜ: H Ιταλία είναι η χώρα της ευρωζώνης με τη μεγαλύτερη αναλογικά αντιπροσώπευση στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, συμπεριλαμβανομένης της Eurostat.