Η χρηματοοικονομική ιστορία από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα προσφέρεται για την άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων.
Κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του 19ου αιώνα, η αξία των νομισμάτων των σημαντικότερων χωρών της εποχής βασιζόταν στον χρυσό, ένα σπάνιο μέταλλο του οποίου η αξία μπορούσε να προσδιορισθεί εύκολα. Η αξία του νομίσματος προσδιοριζόταν από το βάρος του σε χρυσό. Οι κεντρικές τράπεζες τύπωναν τα νομίσματα και όποιος ήθελε μπορούσε να τα ανταλλάξει με χρυσό ανά πάσα στιγμή. Το σύστημα ήταν σταθερό και δούλευε πολύ καλά, με αποτέλεσμα να χρηματοδοτήσει τη Βιομηχανική Επανάσταση.
Όμως, ο κανόνας του χρυσού κατέρρευσε με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Τα κράτη βρέθηκαν στην ανάγκη να αυξήσουν δραματικά τις στρατιωτικές δαπάνες τους, τυπώνοντας χαρτονομίσματα που δεν αντικατοπτρίζονταν από τον χρυσό. Το αποτέλεσμα ήταν αστάθεια και υψηλός πληθωρισμός, προκαλώντας κοινωνική και οικονομική αναταραχή, διευκολύνοντας να έλθουν στην εξουσία ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα νέο σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, γνωστό ως Μπρέτον Γουντς, με επίκεντρο το δολάριο. Κάθε νόμισμα είχε μια ισοτιμία με το δολάριο και το τελευταίο θα μπορούσε να μετατραπεί ελεύθερα σε χρυσό. Κι εδώ ήταν ένας πόλεμος που οδήγησε στην κατάρρευση του συστήματος. Για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο στο Βιετνάμ, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε να μην αυξήσει τους φόρους αλλά να δανεισθεί. Μόνο που τα αποθέματα χρυσού των ΗΠΑ δεν έφθαναν για τη μετατροπή των δολαρίων σε χρυσό. Το 1971, ο πρόεδρος Νίξον έβαλε την ταφόπλακα στο σύστημα, ανακοινώνοντας τη μη μετατροπή των δολαρίων σε χρυσό.
Από τότε, το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σ’ ένα σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Από τη Μεγάλη Ύφεση του 2007-2008 και μετά, η νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ, την ευρωζώνη και σ’ άλλες ανεπτυγμένες χώρες ήταν άκρως επεκτατική για να μην προκύψει αποπληθωρισμός. Τα πολύ χαμηλά επιτόκια, τα προγράμματα αγοράς κρατικών ομολόγων και άλλων τίτλων (QE) ήταν ο κανόνας για κάπου 20 χρόνια.
Όμως, η πολιτική του φθηνού και εύκολα διαθέσιμου χρήματος οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της υπερχρέωσης. Σύμφωνα με το IIF, το παγκόσμιο χρέος υπερδιπλασιάσθηκε μεταξύ 2006 και 2022, ξεπερνώντας τα 300 τρισ. δολάρια. Τα στοιχεία της BIS δείχνουν ότι το δημόσιο χρέος έφθασε το 92% του ΑΕΠ στην ευρωζώνη το 2022, κατά μέσο όρο, από 69% το 2000. Το ιδιωτικό χρέος ανήλθε στο 162% από 126% το 2000. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ διαφορετικών χωρών της ευρωζώνης ως προς τον βαθμό της υπερχρέωσης.
Ακόμη χειρότερα, οι παραγωγικές επενδύσεις (εξαιρουμένων των κατοικιών) μειώθηκαν κατά 2,5% του ΑΕΠ αυτή την 20ετία και επιβραδύνθηκε ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας. Δεν εκπλήσσει λοιπόν που το πραγματικό ΑΕΠ της ευρωζώνης αυξήθηκε σωρευτικά κατά 51% την περίοδο 1995-2023 έναντι 94% των ΗΠΑ. Ούτε εκπλήσσουν οι διαφορές στον ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης.
Από την άλλη πλευρά, το φθηνό χρήμα της ΕΚΤ συνέβαλε στον έλεγχο των spreads δανεισμού της ευρωπεριφέρειας. Όμως, διαρθρωτικά προβλήματα που βάζουν τρικλοποδιές στον ρυθμό ανάπτυξης, όπως η ύπαρξη πολλών εταιρειών-ζόμπι -ο ΟΟΣΑ τις υπολόγιζε στο 16% του συνόλου στις ανεπτυγμένες οικονομίες-, η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η υπερρύθμιση τομέων της οικονομίας και οι περιορισμένες επενδύσεις σε R&D (έρευνα και ανάπτυξη) προς το ΑΕΠ δεν αντιμετωπίζονται με τη συνταγή της διοχέτευσης περισσότερου χρήματος, ιδίως δανεικών.
Θεωρητικά, τα υψηλότερα επιτόκια καθιστούν πιο δύσκολη την αντιμετώπιση της κατάστασης. Αν όμως η ανάγκη οδηγήσει σε μια πιο ορθολογική προσέγγιση από κράτη και ιδιώτες με έμφαση στις μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, το αποτέλεσμα σε ρυθμό ανάπτυξης και βιοτικό επίπεδο μπορεί να είναι καλύτερο.