Τα επιτόκια είναι η τιμή του χρήματος και το χρήμα βοηθά να κάνεις περισσότερο χρήμα. Όταν λοιπόν πέφτει η τιμή του χρήματος, επωφελούνται εκείνοι που είναι σε καλύτερη θέση για να το επενδύσουν. Η πτώση των επιτοκίων δεν ξεκίνησε μετά τη Μεγάλη Ύφεση το 2008-2009, όπως πολλοί πιστεύουν. Πάει πίσω στη δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ και αλλού.
Στην Ελλάδα, το 90% περίπου του χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών έχει τη μορφή καταθέσεων. Ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι πιο κοντά στο 40%. Όταν τα επιτόκια καταθέσεων ήταν ψηλά, το μέσο νοικοκυριό μπορούσε να φτιάξει ένα κομπόδεμα σε βάθος χρόνου, αν αποταμίευε. Με τα επιτόκια μεταξύ 0% και 2%, αυτό είναι πλέον αδύνατο.
Η χρηματοοικονομική καταπίεση (financial repression), όπως αποκαλείται, δηλαδή η διατήρηση των επιτοκίων σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, έχει διάφορες αρνητικές επιπτώσεις. Κατ’ αρχάς, ενθαρρύνει την κατανάλωση. Γιατί να αποταμιεύει κάποιος, αν δεν πρόκειται να έχει όφελος; Πιο εύκολο είναι να πάει διακοπές ή να αγοράσει κάποιο καταναλωτικό αγαθό διαρκείας, π.χ. αυτοκίνητο.
Συχνά αναφερόμαστε στο προβληματικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας, όπου η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα πλησιάζει το 70% του ΑΕΠ και συναγωνίζεται εκείνο των ΗΠΑ. Όμως, ξεχνάμε ότι είναι σε κάποιο βαθμό απόρροια της διατήρησης των επιτοκίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα επί δεκαετίες. Παρατηρείται λοιπόν το φαινόμενο να υπάρχουν άνθρωποι που φτάνουν σε ηλικία συνταξιοδότησης ή μέση ηλικία, έχοντας μικρές καταθέσεις και ενίοτε χρέη και ανακαλύπτουν ότι δεν μπορούν να έχουν τη ζωή που περίμεναν.
Δεν εκπλήσσει λοιπόν που όλοι αυτοί είναι δυσαρεστημένοι και κάποιοι αισθάνονται μίσος.
Όμως, τα χαμηλά επιτόκια επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα έκαναν κάτι ακόμη. Ενθάρρυναν το σπέκουλο, με αποτέλεσμα να ανέβουν οι τιμές των κινητών αξιών, όπως οι μετοχές, και του real estate. Τουλάχιστον, αυτό συνέβαινε μέχρι πριν ενάμιση χρόνο. Καλό για τους ιδιοκτήτες αλλά κακό για τους ενοικιαστές, που συχνά είναι άτομα με χαμηλά εισοδήματα.
Η αύξηση των ανισοτήτων ήταν φυσική συνέπεια αυτής της διαδικασίας και εκφράσθηκε συχνά μέσω λαϊκιστικών κινημάτων και κομμάτων. Ένας τρόπος για να μετρηθεί ο βαθμός της ανισότητας σε κάθε χώρα είναι ο συντελεστής Gini. Ο συντελεστής κυμαίνεται από 0 (τέλεια ισότητα) έως 1 (τέλεια ανισότητα) και συνήθως χρησιμοποιείται για να δείξει τη διασπορά του εισοδήματος στον πληθυσμό. Ο δείκτης Gini παίρνει τιμές από 0 έως 100%.
Ο δείκτης Gini ήταν 34,8 στην Ελλάδα το 2020 έναντι 34,7 της Πορτογαλίας, 34,9 της Ισπανίας και 35,2 της Ιταλίας. Χαμηλότερος ήταν στη Γαλλία με 30,7 και στη Γερμανία με 31,7. Ακόμη πιο χαμηλός ήταν στη Φινλανδία με 27,1, στη Νορβηγία με 27,7 και στη Σουηδία με 28,9.
Από την άλλη πλευρά, ο αμερικανικός δείκτης Gini ήταν 39,8 και ο τουρκικός 41,9. Πρωταθλητές στην ανισότητα εισοδήματος εμφανίζονται η Ν. Αφρική με 63 και η Βραζιλία με 52,9.
Η ιστορία δείχνει πως όλα αυτά δημιουργούν μια εν δυνάμει χρηματοοικονομική βόμβα νετρονίου (*). Αυτό συμβαίνει όταν οι ελίτ εκμεταλλεύονται τη θέση τους για να πλουτίσουν, ο υπόλοιπος πληθυσμός προοδευτικά δυσανασχετεί και οι μεγάλες ανισότητες υπονομεύουν τη συνεργασία.
Το αποτέλεσμα είναι ανάλογο της Αρχαίας Ρώμης, όπου η έλλειψη της παλαιότερης εσωτερικής συνεργασίας έστρωσε τον δρόμο στους επιθετικούς γείτονές της για να την κατακτήσουν.
*Η βόμβα νετρονίου είναι μια βόμβα υδρογόνου που απελευθερώνει αυξημένη ραδιενέργεια με τη μορφή νετρονίων, όταν εκρήγνυται. Ανήκει στην κατηγορία των μικρών τακτικών πυρηνικών όπλων μεγαλύτερης ακρίβειας, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στο πεδίο της μάχης. Η βόμβα νετρονίου εκπέμπει ισχυρότερη ακτινοβολία σε σχέση με άλλα τακτικά πυρηνικά όπλα για περιορισμένο χρονικό διάστημα, με την ακτινοβολία να μειώνεται όσο απομακρύνεται κάποιος από το σημείο έκρηξης της βόμβας.