Η ιστορία της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με χρέη, χρεοκοπίες και εξαρτήσεις από το εξωτερικό. Το χρεοστάσιο του 1932 που κηρύχθηκε μια μέρα σαν σήμερα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Το χρηματιστηριακό κραχ της Wall Street τον Οκτώβριο 1929 είχε βυθίσει την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση και ήταν επόμενο να μην αφήσει ανεπηρέαστη τη μικρή και φτωχή ελληνική οικονομία.
Το διεθνές εμπόριο είχε υποχωρήσει και μαζί του το ναυτιλιακό συνάλλαγμα ενώ μειωμένο ήταν επίσης το συνάλλαγμα που έστελναν οι Ελληνες μετανάστες. Επιπλέον, οι κύριες εξαγωγές της χώρας, π.χ. καπνός, σταφίδα, είχαν δεχθεί πλήγμα καθώς η εξωτερική ζήτηση είχε μειωθεί λόγω της ύφεσης.
Το τελειωτικό χτύπημα έδωσε η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού από τη Βρετανία. Αυτή δημιούργησε αναστάτωση στην Ελλάδα καθώς η δραχμή ήταν στενά συνδεμένη με τη στερλίνα.
Ο Ελ. Βενιζέλος ταξίδευσε στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στη Ρώμη, για να πείσει τους ηγέτες τους να δώσουν 5ετή αναστολή στην πληρωμή των τοκοχρεολυσίων των εξωτερικών δανείων της Ελλάδας λόγω οικονομικών δυσκολιών. Παράλληλα, ζητούσε να της δοθεί νέο δάνειο ύψους 50 εκατ. δολαρίων.
Όμως, το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών (τότε ΟΗΕ) δεν συναίνεσε. Με τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ελλάδας στα τάρταρα, ήταν επόμενο η τότε κυβέρνηση να κηρύξει χρεοστάσιο, εγκαθιστώντας ελέγχους στην κίνηση των κεφαλαίων και άλλα μέτρα.
Θυμηθήκαμε τη χρεοκοπία του 1932 και μαζί τη μελέτη των καθηγητών Carmen Reirhart και Christoph Trebesch με τίτλο «Οι παγίδες της εξωτερικής εξάρτησης: Ελλάδα 1929-2015», που είχε δημοσιευθεί στο NBER των ΗΠΑ.
Σ’ εκείνη τη μελέτη, οι δυο καθηγητές κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ιστορικές ομοιότητες σ’ όλες τις χρεοκοπίες της Ελλάδας από το 1929 μέχρι σήμερα. Κάθε κρίσης προηγείται μια περίοδος υψηλού δανεισμού από ξένους ιδιώτες πιστωτές. Όταν προκύπτουν δυσκολίες στην αποπληρωμή των δανείων, οι ξένες κυβερνήσεις παρεμβαίνουν για να βοηθήσουν στην αποπληρωμή των ξένων πιστωτών και ζητάνε προγράμματα προσαρμογής και περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό, ως όρο για την παροχή θεσμικών δανείων διάσωσης.
«Η πολιτική παρέμβαση από το εξωτερικό αυξάνεται και μια παρατεταμένη περίοδος υπερχείλισης χρέους (debt overhang) και χρηματοοικονομικής αυτάρκειας ξεκινά», αναφέρει σε κάποιο σημείο. Όλα αυτά θυμίζουν αρκετά από αυτά που βίωσε η Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία. Όμως, δεν ήταν αυτός ο λόγος που αποφασίσαμε να αναφερθούμε στο θέμα με αφορμή το χρεοστάσιο του 1932.
Ο λόγος είναι το συμπέρασμα της μελέτης. Οι κύκλοι εξωτερικού χρέους και εξάρτησης είναι χαρακτηριστικό τόσο της Ελλάδας όσο κι άλλων χωρών, π.χ. της Λατινικής Αμερικής ή άλλων αναδυόμενων χωρών, που έχουν εθιστεί στις ξένες αποταμιεύσεις.
Το ίδιο συμβαίνει σήμερα. Το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας βρίσκεται στα χέρια των θεσμικών πιστωτών-εταίρων της, αλλά αυτό σταδιακά αλλάζει και περνάει στα χέρια των ξένων ιδιωτών θεσμικών. Έχουμε δηλαδή επανάληψη του παλαιότερου φαινομένου.
Αν λοιπόν η ξένη εξάρτηση, υπό την έννοια ότι το συντριπτικό μέρος του δημόσιου χρέους βρίσκεται σε ξένα χέρια, είναι κοινό χαρακτηριστικό των προηγούμενων χρεοκοπιών μας, θα πρέπει σταδιακά να το αλλάξουμε.
Για να γίνει σωστά, θα πρέπει να υπάρχει μακρόπνοη στρατηγική που θα ενθαρρύνει την εγχώρια αποταμίευση και σταδιακά θα οδηγήσει στην ανάληψη του μεγαλύτερου μέρους του χρέους από εγχώρια θεσμικά και ιδιωτικά κεφάλαια.
Φυσικά, σ’ αυτή την περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος του θανάσιμου εναγκαλισμού των τραπεζών με τις κυβερνήσεις όπως αναγνωρίζουν η Reinhart και ο Trebesch. Από την άλλη πλευρά, η περίοδος της ελληνικής ευμάρειας και χρηματοοικονομικής σταθερότητας μεταξύ 1950 και 2000, όπως αναφέρουν, χαρακτηρίσθηκε από το σχετικά μικρό μερίδιο εξωτερικού χρέους και τη μεγαλύτερη εύνοια προς τις ελληνικές εκδόσεις χρέους από εγχώριους φορείς.
Επομένως, η σταδιακή μείωση της εξάρτησης από τις ξένες αποταμιεύσεις θα πρέπει να γίνει εθνικός στόχος στο πλαίσιο της διαχείρισης του χρέους. Αν μάλιστα συνοδευτεί από την άνθιση της εγχώριας θεσμικής επενδυτικής βάσης, θα είναι ακόμη καλύτερα.