Τι έχουν τα έρμα τα προγράμματα ενίσχυσης των οικονομιών της ΕΕ και δεν δικαιώνουν τις προσδοκίες που καλλιεργούνται;
Η ανακοίνωση του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ ύψους 750 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το καλοκαίρι του 2020 χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από πολλούς.
Η μεγάλη πλειοψηφία μιλούσε για αποφασιστική απάντηση της ΕΕ στην κρίση και εκτιμούσε ότι θα έδινε ισχυρή ώθηση στην οικονομία, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ σε τομείς όπως η πράσινη μετάβαση, η ψηφιοποίηση κ.λπ. Παράλληλα, η χρηματοδότησή του μέσω της έκδοσης κοινού χρέους δημιούργησε προσδοκίες, ιδίως στις χώρες του Νότου, ότι είναι η αρχή και γι’ άλλες τέτοιες εκδόσεις στο μέλλον.
Οι σκεπτικιστές ήταν η μειοψηφία, με τους περισσότερους να παραπέμπουν στην αποτυχία παλαιότερων ευρωπαϊκών προγραμμάτων να τονώσουν την ανάπτυξη, απασχόληση και την παραγωγικότητα. Τέτοια προγράμματα ήταν το «European Economic Recovery Plan» του 2009, ύψους 1,5% του ΑΕΠ, και το αποκαλούμενο Juncker Plan, ύψους 360 δισ. ευρώ, για την τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης.
Με το νέο πρόγραμμα NGEU των 750 δισ. ευρώ να έχει προθεσμία έως το τέλος του 2026 και ενώ είμαστε στο 2024, οι οιωνοί δεν είναι τόσο καλοί. Ακόμη και σε χώρες όπως η Ελλάδα, που οι απορροφήσεις από την ΕΕ πάνε καλά, οι εκταμιεύσεις προς τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα δεν πάνε καλά.
Η αναφορά της έκθεσης του Διοικητή της ΤτE, κ. Γιάννη Στουρνάρα στην Ελλάδα καταγράφει την πραγματικότητα. Η χώρα έχει εισπράξει 15 δισ. ευρώ περίπου από τα 36 δισ. συνολικά, ικανοποιώντας το 26% των στόχων-οροσήμων, αλλά οι εκταμιεύσεις επιχορηγήσεων υστερούν, ανερχόμενες στα 5 δισ. ευρώ περίπου.
Όταν είχε ανακοινωθεί, το πρόγραμμα-μαμούθ των 750 δισ. ευρώ το 2020, η στήλη, όπως κι άλλοι, είχαν εκφράσει μια εύλογη απορία. Πώς η Ελλάδα, η οποία δεν φημίζεται για την αποτελεσματικότητα στην αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων του ΕΣΠΑ και των ΜΟΠ πολύ παλαιότερα, θα τα καταφέρει καλύτερα αυτή τη φορά σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα και με όρους (conditionality) που θα πρέπει να ικανοποιηθούν;
Αν τα κατάφερνε, οι υποδομές του κράτους θα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, με δεδομένο τον πακτωλό κοινοτικών χρημάτων -100 δισ. ευρώ και άνω- που έχει εισρεύσει στην Ελλάδα από το 1981 μέχρι σήμερα.
Φυσικά, η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που έχει προβλήματα. Άλλες χώρες έχουν ακόμη μεγαλύτερα. Γι’ αυτό διάφοροι πολιτικοί στην ΕΕ έχουν αρχίσει να μιλάνε για χαλάρωση των όρων (conditionality), ώστε να επιταχυνθούν τα έργα και για νέα οικονομικά προγράμματα μετά το 2026. Είναι οι εύκολες λύσεις στις οποίες έχουν συνηθίσει και οι οποίες καταλήγουν στα γνωστά αποτελέσματα του παρελθόντος.
Δεν έχουν αναρωτηθεί μήπως το πρόβλημα δημιούργησαν οι ίδιοι οι πολιτικοί και οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες, οι οποίοι σχεδίασαν το Ταμείο Ανάκαμψης, αγνοώντας ότι υπάρχουν παράπλευρα θέματα.
«Η συγκέντρωση τόσο πολλών χρημάτων σε λίγους τομείς, όπως π.χ. η πράσινη μετάβαση και η ψηφιοποίηση, ήταν επόμενο να προκαλέσει προβλήματα. Πόσους ανθρώπους που ξέρουν από ψηφιοποίηση έχει η Ελλάδα; Πόσες ΑΠΕ μπορείς να κάνεις; Στη Γερμανία ξεσηκώθηκε ο κόσμος με τις αντλίες θερμότητας και το πήραν πίσω», τονίζει στέλεχος της αγοράς με διεθνή εμπειρία σε επενδυτική τραπεζική.
Ασφαλώς, όλοι θα κριθούν εκ του αποτελέσματος. Το ίδιο ισχύει για το Ταμείο Ανάκαμψης. Το σίγουρο είναι ότι τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα δεν δικαιολογούν υπερβολική αισιοδοξία, με την ιστορία των αποτυχημένων παλαιότερων προγραμμάτων της ΕΕ να ρίχνει βαριά τη σκιά της.