Πριν από λίγο καιρό, ανατρέχοντας στα αρχεία μας πέσαμε πάνω σε μια μελέτη (στην αγγλική) των καθηγητών Πλούταρχου Σακελλάρη και Νικόλα Λεουνάκη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ), με τίτλο «Η ελληνική οικονομική ανάπτυξη από το 1960».
Διαβάζοντας το άρθρο διαπιστώσαμε ότι κάλυπτε την περίοδο 1960-2013 αλλά είχε αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία για ένα θέμα στο οποίο σκοπεύαμε να αναφερθούμε. Τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) σε συνάρτηση με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 8,08% ενώ η συνολική παραγωγικότητα αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,71% την περίοδο 1961-1973.
Την επόμενη χρονική περίοδο 1974-1979, ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 3,38% και η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας 1,11% σε μέση ετήσια βάση. Το διάστημα 1980-1993, το ΑΕΠ παρέμεινε σχεδόν στάσιμο αφού ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 0,71% ενώ η συνολική παραγωγικότητα μειώθηκε κατά 0,58% ετησίως.
Την περίοδο 1994-2007, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 3,62% ενώ η συνολική παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 1,85%. Το διάστημα 2008-2013 που εξέτασε η μελέτη, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 4,37% σε ετήσια βάση, με τη συνολική παραγωγικότητα να μειώνεται κατά 2,44%.
Είναι προφανές ότι υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της μέσης ετήσιας μεταβολής του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και της αντίστοιχης του TFP σε όλες σχεδόν τις περιόδους. Ο υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης τις περιόδους 1980-1993 και 1994-2007 σε σύγκριση με το TFP εξηγείται εν μέρει από την αύξηση του συντελεστή εργασίας, αναφέρουν οι συγγραφείς.
Θα άξιζε να επικαιροποιηθεί η μελέτη, συμπεριλαμβάνοντας την περίοδο 2013-2023, αν και ενδεχομένως να «έσπαγε» σε δύο ή περισσότερες περιόδους, π.χ. 2008-2016 και 2017-2023 ή 2008-2018 και 2019-2023. Γνωρίζουμε φυσικά ότι η οικονομία ξεκίνησε δειλά δειλά να αναπτύσσεται από το 2017 και συνεχίζει μέχρι σήμερα με εξαίρεση το 2020, τη χρονιά της πανδημίας.
Σύμφωνα με το Fed στο St Louis, η συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας ξεκίνησε να ανακάμπτει μετά το 2017, αλλά το 2019 δεν είχε φθάσει καν στα επίπεδα του 2014. Πάντως, το 2022 και το 2023 αυξήθηκε, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ.
Υπενθυμίζουμε ότι η πρόβλεψη του ΔΝΤ για μέσο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1% τον επόμενο μισό αιώνα, η οποία είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων την περίοδο 2017-2018, βασιζόταν εν μέρει στον μέσο ρυθμό αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας κατά μόλις 0,2% ετησίως τα προηγούμενα 45 χρόνια.
Στους συντελεστές παραγωγής συγκαταλέγονται η εργασία, το φυσικό κεφάλαιο, οι φυσικοί πόροι και η τεχνολογική πρόοδος.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει έμφαση στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, αν θέλει να επιτύχει υψηλούς βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και να βελτιωθεί αισθητά το βιοτικό επίπεδο του ελληνικού λαού μεσοπρόθεσμα.
Η επίκληση της αύξησης των επενδύσεων είναι η εύκολη απάντηση. Όμως, ούτε η αύξηση ήταν ανάλογη των προσδοκιών το 2023, ούτε είναι σαφές σε ποιο βαθμό οι επενδύσεις πιάνουν τόπο. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι η μεγάλη ώθηση στις επενδύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης έχει ημερομηνία λήξης το 2026.
Ακόμη, δυστυχώς, η μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων υστερεί στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών ενώ οι δαπάνες τους για R&D είναι περιορισμένες. Αν αυτό δεν αλλάξει σύντομα, θα έχουμε πρόβλημα.
Την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας δεν ευνοεί ούτε η έλλειψη εργατικών χεριών, ούτε ο μειωμένος ανταγωνισμός σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, ούτε τα κλειστά επαγγέλματα, ούτε το επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος, με λίγες εξαιρέσεις, ούτε η δικαστική εξουσία, ούτε το χωροταξικό. Οι μεταρρυθμίσεις σ’ αυτούς τους τομείς είναι μεν απαραίτητες, αλλά είναι επώδυνες και έχουν πολιτικό κόστος.
Δεν θέλουμε να είμαστε απαισιόδοξοι αλλά η πραγματικότητα δεν μας αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας παρά τα βήματα προόδου που έχουν γίνει στα δημοσιονομικά και αλλού.
Αν δεν στοχοθετήσουμε τη σημαντική αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, θα χτίζουμε την ελληνική οικονομία πάνω στην άμμο. Όσο γρηγορότερα το καταλάβουμε και γίνει κτήμα μας, τόσο το καλύτερο.