Την περίοδο 2008-2016, η ελληνική οικονομία υπέστη τη μεγαλύτερη καθίζηση ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες στη σύγχρονη ιστορία, χάνοντας το 25% περίπου του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της. Ούτε η αμερικανική οικονομία μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 δεν υπέστη παρόμοιο σοκ, με κριτήριο το ΑΕΠ.
Θα περίμενε κάποιος μετά από τέτοια βουτιά που σημαδεύτηκε από την κατάρρευση των επενδύσεων, να λειτουργήσει η θεωρία του ελατηρίου και η οικονομία να εμφανίσει εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης επί σειρά ετών, με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας. Όμως, αυτό δεν συνέβη.
Δυστυχώς, τα νούμερα που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ για τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας το 2023 το επιβεβαιώνουν. Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 2%, δηλ. χαμηλότερος από την εκτίμηση στον προϋπολογισμό του 2024 και άλλων διεθνών οργανισμών όπως του ΟΟΣΑ.
Το ΥΠΕΘΟ έσπευσε να μας υπενθυμίσει ότι ήταν τετραπλάσιος του μέσου όρου της ευρωζώνης. Υπό αυτή την έννοια, υπήρξε σύγκλιση, όμως το χάσμα που προϋπήρχε της κρίσης και ιδιαίτερα εκείνο που δημιουργήθηκε τα χρόνια των μνημονίων είναι τεράστιο.
Όμως, το πιο ανησυχητικό σημάδι για μας δεν είναι τόσο ο ρυθμός ανάπτυξης όσο η σύνθεσή της. Κυρίως, δηλαδή, από πού προήλθε. Και τούτο γιατί διαπιστώνεται ότι προήλθε κυρίως από την κατανάλωση και δευτερευόντως από τις επενδύσεις.
Η συνολική καταναλωτική δαπάνη από 90% του ΑΕΠ το 2021 και 89% το 2022 υποχώρησε ελαφρώς στο 88% πέρυσι. Μάλιστα, η Κομισιόν προβλέπει να διολισθήσει ελαφρώς στο 87% του ΑΕΠ το 2024. Το μερίδιο της κατανάλωσης παραμένει πολύ υψηλό για μια χώρα στην οποία τα νοικοκυριά έχουν δυτικό καταναλωτικό πρότυπο, χωρίς η Ελλάδα να έχει την ανάλογη παραγωγική βάση.
Ακόμη πιο απογοητευτική ήταν η εικόνα των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, που ανήλθαν στο 14% του ΑΕΠ περίπου έναντι 21% και πλέον του μέσου όρου στην ευρωζώνη. Η συνεισφορά τους στην αύξηση του ΑΕΠ ήταν μεν θετική, αλλά μικρότερη του αναμενομένου. Μάλιστα, αναρωτιέται κανείς τι θα γινόταν αν δεν υπήρχαν το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης κ.λπ.
Ιδιαίτερα, θα πρέπει να προβληματίσει η αυξανόμενη συνεισφορά των κατοικιών και των κατασκευών γενικότερα στην αύξηση των επενδύσεων. Υπενθυμίζεται ότι οι πάσης φύσεως επενδύσεις στο real estate και στις κατασκευές είχαν τη μερίδα του λέοντος στις επενδύσεις παγίων πριν από την οικονομική κρίση, όταν οι τελευταίες αντιπροσώπευαν το 26% περίπου του ΑΕΠ (2007). Όμως, κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα.
Αυτή τη φορά, οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Η ζήτηση για κατοικίες προέρχεται εν μέρει από ξένους ενδιαφερόμενους του προγράμματος Golden Visa και των βραχυχρόνιων μισθώσεων και εξηγεί τις σημαντικές αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων και των ενοικίων σε διάφορες περιοχές. Τι θα γίνει στις επενδύσεις, αν μπουν περιορισμοί;
Ακόμη και η εικόνα των εξαγωγών, που αποτελούν το φωτεινό παράδειγμα της τελευταίας 10ετίας και πλέον καθώς έχει αυξηθεί το μερίδιό τους στο ΑΕΠ και το βασικό επιχείρημα όσων μιλούν για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου δεν ήταν ιδανική. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν ενώ ο τουρισμός (υπηρεσίες) πήγε καλά το 2023.
Κοντολογίς, η σύνθεση του ΑΕΠ και του ρυθμού ανάπτυξης θα έπρεπε να προβληματίζει περισσότερο. Προφανώς, το παραγωγικό υπόδειγμα μιας χώρας δεν αλλάζει μέσα σε λίγα χρόνια αλλά σε δεκαετίες. Όμως, η επιμονή της υψηλής κατανάλωσης και η μικρή αύξηση των επενδύσεων δεν προμηνύουν κάτι καλό.