Όταν αυξάνονται τα κόστη μιας επιχείρησης, π.χ. λόγω μισθών, πρώτων υλών, ενέργειας κ.λπ., η τελευταία προσπαθεί να τα περάσει στις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών που πουλάει για να προστατεύσει το περιθώριο κέρδους της. Αν την παίρνει, κατά το λαϊκό, μπορεί κάλλιστα να αυξήσει περισσότερο τις τιμές, διευρύνοντας περαιτέρω το περιθώριο κέρδους.
Αυτό θα μπορέσει να το επιτύχει ευκολότερα, αν ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί για τον οποιοδήποτε λόγο. Γι’ αυτό όμως υπάρχει, υποτίθεται, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία θα έπρεπε να επεμβαίνει, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα και όταν συμβαίνει, γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση. Αν αυτό οφείλεται σε έλλειψη προσωπικού ή βούλησης ή και των δύο, εναπόκειται στον καθένα να κρίνει.
Όμως, η διατήρηση ή και διεύρυνση του περιθωρίου κέρδους εξαρτάται επίσης από τη ζήτηση των πελατών. Μια επιχείρηση θα απορροφήσει μέρος της αύξησης του κόστους, περιορίζοντας το περιθώριο κέρδους της και ανεβάζοντας αναλογικά λιγότερο την τιμή, αν διαπιστώσει καταναλωτική κόπωση.
Όμως, τα στοιχεία δεν δείχνουν κάτι τέτοιο στην Ελλάδα την τελευταία διετία, παρά τη μεγάλη άνοδο του πληθωρισμού. Υπενθυμίζεται ότι ο τελευταίος αυξήθηκε κατά 9,6% και 3,5% το 2022 και το 2023 αντίστοιχα, αλλά η τελική ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε (τουλάχιστον μέχρι το 3ο τρίμηνο του 2023 σε ετήσια βάση) συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ.
Θα μπορούσε η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης να εξηγηθεί από τη μείωση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα. Όμως, το αντίθετο συνέβη. Οι καταθέσεις αυξήθηκαν. Άρα δεν ισχύει.
Θα μπορούσε επίσης η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης να εξηγηθεί από την αύξηση των μισθών και της απασχόλησης. Πράγματι, αυτό συνέβη. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, ο αριθμός των απασχολούμενων αυξήθηκε κατά 1% το 3ο τρίμηνο του 2023 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022 ενώ ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 7,4%.
Ακόμη, ο δείκτης μισθολογικού κόστους με εποχική διόρθωση εμφανίζεται αυξημένος κατά 5,9% το 3ο τρίμηνο του 2023 σε ετήσια βάση. Όμως, το μερίδιο των μισθών στο ελληνικό ΑΕΠ ήταν της τάξης του 22% το 2022, το δεύτερο χαμηλότερο στην ευρωζώνη, παρά το γεγονός ότι οι μισθωτοί αντιπροσωπεύουν πάνω από το 70% της συνολικής απασχόλησης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη Eurostat. Αντίθετα, το εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και ελεύθερων επαγγελματιών αντιστοιχούσε στο 52% του ΑΕΠ και ήταν το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη.
Επομένως, ο συνδυασμός της αύξησης της απασχόλησης και της αύξησης των μισθών εξαρτημένης εργασίας δεν είναι τέτοιος που να στηρίξει από μόνος του την άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης στη χώρα τα δύο τελευταία έτη. Πολύ περισσότερο όταν η καταναλωτική πίστη συρρικνώνεται συνεχώς.
Είναι λοιπόν λογικό να υποθέσει κάποιος ότι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης βασίσθηκε εν μέρει σε αυξημένα αδήλωτα εισοδήματα από τομείς όπως ο τουρισμός, η οικοδομή, τα ακίνητα, η σίτιση κ.λπ., όπου ανθεί η φοροδιαφυγή.
Επομένως, η παραοικονομία δεν παράγει μόνο δουλειές και αδήλωτα εισοδήματα όπως υποστήριζαν διάφοροι κρατικοί λειτουργοί στο ΥΠΟΙΚ, οι οποίοι τάσσονταν εναντίον της δραστικής καταπολέμησης της φοροδιαφυγής πριν από την κρίση. Σιγοντάρει επίσης την ακρίβεια.