Το μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό γεγονός από τις αρχές του 1980 μέχρι σήμερα δεν είναι ούτε το σπάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας των dot com το 2000, ούτε η Μεγάλη Ύφεση του 2008, ούτε η πανδημία.
To μεγαλύτερο γεγονός είναι η μεγάλη πτώση των μακροχρόνιων επιτοκίων κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες ή 2.000 μονάδες βάσης, σύμφωνα με τον Howard Marks, θρυλικό επενδυτή και συνιδρυτή της Oaktree Capital Management.
Τα χαμηλά επιτόκια και οι αποδόσεις των ομολόγων διευκόλυναν την εξυπηρέτηση των χρεών και γενικότερα έκαναν εύκολη τη ζωή των δανειστών. Ταυτόχρονα, διευκόλυναν τόσο την αύξηση του συνολικού δημοσίου και ιδιωτικού χρέους όσο και νέων, πιο σπεκουλαδόρικων μορφών δανεισμού όπως η έκδοση ομολόγων για την εξαγορά επιχειρήσεων από private equity funds.
Δεν είναι τυχαίο ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος έχει τριπλασιασθεί τις τελευταίες δεκαετίες, φθάνοντας το 92% του συνολικού ΑΕΠ στα τέλη του 2022. Ανάλογη πορεία έχει ακολουθήσει το παγκόσμιο ιδιωτικό χρέος, ξεπερνώντας σε απόλυτα μεγέθη (144 τρισ. δολάρια έναντι 91 τρισ.) και ως ποσοστό του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Όμως, η μακροχρόνια πτωτική τάση των αποδόσεων τερματίσθηκε με την άνοδο του πληθωρισμού και τις απανωτές επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες όπως η Fed και η ΕΚΤ. Οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις από την άνοδο των επιτοκίων και των αποδόσεων στη χρηματοοικονομική υγεία εταιρειών και κρατών είναι εύλογες.
Σ’ ένα τέτοιο επιτοκιακό περιβάλλον, είναι λογικό να αυξάνονται οι χρεοκοπίες, προκαλώντας πόνο σ’ αυτούς που χάνουν τη δουλειά τους και ζημιές στους πιστωτές και στους μετόχους τους. Είναι επίσης φυσιολογικό οι τραπεζίτες να γίνονται πιο φειδωλοί στη παροχή νέων δανείων, εφαρμόζοντας αυστηρότερα κριτήρια αξιολόγησης. Αυτό ακριβώς συμβαίνει αυτή την περίοδο τόσο στην ευρωζώνη όσο και στις ΗΠΑ, με βάση τις εκθέσεις των ΕΚΤ και Fed (senior lending officers).
Όμως, την ίδια στιγμή, τα spreads στις αγορές των πιστώσεων (credit markets) δεν είναι τόσο αυξημένα όσο θα περίμενε κάποιος. Αυτό συνιστά απόκλιση σε σχέση με ανάλογα περιστατικά του παρελθόντος, όταν η αυστηροποίηση των κριτηρίων δανειοδότησης από τις τράπεζες πήγαινε χέρι χέρι με την κατακόρυφη αύξηση των spreads στις αγορές πιστώσεων.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι τραπεζίτες εμφανίζονται να ανησυχούν περισσότερο για την κατάσταση και τις δυνητικές χρεοκοπίες σε σχέση με τις αγορές. Προφανώς, η μία από τις δύο πλευρές κάνει λάθος.
Αν οι αγορές κάνουν λάθος, το σοκ θα είναι μεγαλύτερο στις ΗΠΑ, όπου το 70% περίπου της οικονομίας χρηματοδοτείται από τις αγορές. Αν οι τραπεζίτες κάνουν λάθος, η ευρωζώνη θα το πληρώσει πιο ακριβά, γιατί το 80% περίπου της οικονομίας της χρηματοδοτείται από τις τράπεζες.