Το κυβερνητικό νομοσχέδιο για τη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από τους ίδιους που το θεωρούν άδικο αλλά και άλλους, συμπεριλαμβανομένης της αντιπολίτευσης.
Από την άλλη πλευρά, κυβερνητικά στελέχη αναφέρουν, επικαλούμενα τα επίσημα στοιχεία της Κομισιόν και της ΑΑΔΕ, ότι η συνεισφορά των ελεύθερων επαγγελματιών στην Ελλάδα στον προϋπολογισμό αντιστοιχεί στο 2,1% των εσόδων, έναντι 5,2% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη.
Η συνεισφορά των Ελλήνων ελεύθερων επαγγελματιών είναι ακόμη χαμηλότερη, αν ληφθεί υπόψη ότι αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής απασχόλησης εδώ. Ο μέσος μισθωτός στην Ελλάδα πληρώνει μεγαλύτερο φόρο εισοδήματος από το 85% των αμιγώς ελεύθερων επαγγελματιών.
Ακόμη και μετά την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου (αλλά πριν τις εκπτώσεις και την οριζόντια μείωση του τέλους επιτηδεύματος στο μισό), τα κρατικά έσοδα από τη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών εκτιμάτο ότι θα ανέρχονταν στο 1,1%-1,2% του ΑΕΠ, έναντι 2,1% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ.
Επαγγελματίες όπως οι γιατροί δήλωσαν καθαρά κέρδη 23.105 ευρώ κι αυτό αφορά μόνο το 85% που δήλωσαν κέρδη. Οι οδοντίατροι δήλωσαν καθαρά 8.121 ευρώ. Οι υδραυλικοί δήλωσαν 7.617 ευρώ και οι ηλεκτρολόγοι 9.432 ευρώ.
Το 65% των ιδιοκτητών μπαρ δήλωσε ζημιές και μόλις το 22% δήλωσε κέρδη, με τα μέσα καθαρά κέρδη στα 6.860 ευρώ. Από τους εκμεταλλευτές ταξί, το 56% εμφάνισε κέρδη, με τα μέσα καθαρά έσοδα να διαμορφώνονται σε 3.726 ευρώ ή 310,5 ευρώ τον μήνα.
Ακόμη κι αν κάποιος δεν έχει ζήσει στην Ελλάδα αλλά γνωρίζει τα βασικά μεγέθη για τα δηλωθέντα εισοδήματα από μισθωτούς, συνταξιούχους, κατανάλωση, καταθέσεις κ.λπ., όταν βλέπει αυτά τα νούμερα αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει τεράστια φοροδιαφυγή. Μερικοί από τα ανωτέρω επαγγέλματα την αρνούνται, όπως ο πρόεδρος των ταξιτζήδων, ισχυριζόμενοι ότι η ΑΑΔΕ δεν έχει τα σωστά στοιχεία.
Όμως, άλλοι αποδέχονται ότι υπάρχει φοροδιαφυγή και τη δικαιολογούν. Είτε επικαλούμενοι τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές είτε την κατασπατάληση των πόρων από το κράτος. Το επιχείρημα των πρώτων αποδομείται από το γεγονός ότι η φοροδιαφυγή ήταν ακόμη μεγαλύτερη στην Ελλάδα, όταν η φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών ήταν πολύ πιο ευνοϊκή πριν από την οικονομική κρίση.
Το δεύτερο επιχείρημα έχει χρησιμοποιηθεί όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς και μάλιστα διευρυμένο από εκείνους που θεωρούν ότι η φορολογία είναι κρατική κλοπή. Ως γνωστόν, οι φόροι χρησιμοποιούνται από το κράτος για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών στους πολίτες. Αντίθετα, οι κλέφτες δεν παρέχουν χρήσιμες υπηρεσίες.
Το αντεπιχείρημα είναι ότι το κράτος παίρνει κάποια από τα λεφτά του πολίτη χωρίς τη συγκατάθεσή του. Είναι σαν να σου βάζουν ένα πιστόλι στο κεφάλι και να σου ζητάνε μέρος των χρημάτων σου και σε αντάλλαγμα να σου δίνουν κάτι που δεν ζήτησες, ισχυρίζονται. Κλοπή είναι η αφαίρεση της περιουσίας του πολίτη χωρίς τη συγκατάθεσή του, ακόμη κι αν επωφεληθεί από αυτό που του έδωσε ως αντάλλαγμα.
Σύμφωνα με την ίδια λογική, οι πολίτες δεν έχουν υπογράψει κανένα κοινωνικό συμβόλαιο με την κυβέρνηση να πληρώνουν φόρους. Εξαναγκάζονται. Ακόμη κι αν η χρήση κάποιων δημόσιων υπηρεσιών συνεπάγεται τη σύμφωνη γνώμη του χρήστη για πληρωμή, εκείνοι που δεν χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες δεν υποχρεούνται να πληρώσουν.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν περιπτώσεις που ο άλλος κλέβει ένα κομμάτι ψωμί ή κάτι άλλο για να επιζήσει αυτός και η οικογένειά του. Κι εδώ κλοπή έχουμε, αλλά είναι δικαιολογημένη. Επομένως, το κράτος θα έπρεπε να μπορούσε να φορολογήσει για να προσφέρει υπηρεσίες και να αποτρέψει κάτι κακό για τον πληθυσμό της χώρας.
Επομένως, το επιχείρημα που συνδέει τη φορολόγηση με την ποιότητα και ποσότητα των παρεχόμενων κρατικών υπηρεσιών έχει βάση. Όμως, δεν δικαιολογεί ούτε την κατάργηση της φορολογίας, ούτε τη φοροδιαφυγή.