Σε κάποιο σημείο το 2022, με τον πληθωρισμό να επιμένει, σκαρφαλώνοντας σε υψηλότερα επίπεδα, ξεκίνησε μια άτυπη συζήτηση σε επίπεδο αξιωματούχων (economic policy) των ΗΠΑ κατά πόσο θα ήταν σωστό να τεθεί υψηλότερα ο στόχος για τον πληθωρισμό. Όλοι ανησυχούσαν ότι το (ομοσπονδιακό) χρέος ήταν ήδη υψηλό και ανέβαινε περισσότερο.
Κάτι είχε γραφτεί επίσης στον διεθνή Τύπο ότι ανάλογος προβληματισμός επικρατούσε μεταξύ μερικών Ευρωπαίων αξιωματούχων εκείνη την περίοδο. Είχε προηγηθεί η διάψευση του αφηγήματος της Fed και της ΕΚΤ περί προσωρινού πληθωρισμού.
Σύμφωνα με παλαίμαχο διαχειριστή θεσμικών κεφαλαίων ο οποίος συμμετείχε σ’ έναν από τους διαλόγους που λάμβαναν χώρα τότε στις ΗΠΑ μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, «κάποιοι κοιτούσαν το (ομοσπονδιακό) χρέος και πίστευαν ότι 4% πληθωρισμός ήταν αυτό που χρειαζόταν».
Η μείωση του πληθωρισμού στο 2% έμοιαζε πολύ δύσκολη υπόθεση τότε. Μην κοιτάζετε τώρα, που ο ετήσιος πληθωρισμός υποχώρησε στο 3,2% τον Οκτώβριο.
Ακόμη, από τη στιγμή που το χρέος ήταν ονομαστικό, πληθωρισμός της τάξης του 4% θα το μείωνε στο μισό σε 18 χρόνια. Φυσικά, το ίδιο θα έκανε στα εισοδήματα και τα περιουσιακά στοιχεία το ίδιο χρονικό διάστημα, αλλά οι συμμετέχοντες δεν νοιάζονταν τόσο για τις επιπτώσεις στη μεσαία τάξη της Αμερικής, έλεγε.
Μας ήλθαν στο νου όλα αυτά τώρα που κατατέθηκε ο προϋπολογισμός του 2024 και εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ θα υποχωρήσει κοντά στο 160,3% φέτος και 152,3% το 2024. Παρά την ταχεία αποκλιμάκωση της τελευταίας διετίας, το χρέος παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αν πάντως μάθαμε κάτι στην πράξη είναι πως ο πληθωρισμός βοηθά σημαντικά στη μείωση του χρέους προς το ΑΕΠ.
Χωρίς τον πληθωρισμό ούτε το ονομαστικό ΑΕΠ θα ήταν αυτό που είναι σήμερα, ούτε τα δημόσια έσοδα θα ήταν τόσο αυξημένα ώστε να βελτιωθεί το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Καλή η ανάπτυξη σε πραγματικούς όρους αλλά δεν θα μπορούσε από μόνη της να μειώσει το χρέος και το έλλειμμα τόσο πολύ.
Είναι λοιπόν εύλογο να αναρωτιέται κάποιος με δεδομένη την υπερχρέωση της Ελλάδας, αν θα ήταν καλύτερα να στοχεύουμε σ’ έναν πληθωρισμό μεταξύ 3% και 4% ετησίως για να συνεχισθεί η ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους προς το ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια.
Είναι κατανοητό ότι αυτή είναι η μία πλευρά της εξίσωσης. Η άλλη είναι τα εισοδήματα και οι περιουσίες των νοικοκυριών που θα υποστούν απώλειες, εκτός κι αν η παραγωγικότητα ενισχυθεί και οι αυξήσεις μισθών ξεπερνάνε τον πληθωρισμό κατά τι.
Οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις στην αγορά θέλουν την Ελλάδα να έχει ένα παράθυρο ανάπτυξης δύο ή τριών χρόνων. Μερικοί εκτιμούν ότι θα μπορούσε να επεκταθεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Όπως κι αν έχει, ρυθμός ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ μεταξύ 5% και 8% ετησίως για μια πενταετία σε συνδυασμό με πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ και πάνω θα μπορούσαν να στείλουν το ελληνικό χρέος προς το ΑΕΠ κάτω από το 130% του ΑΕΠ και χαμηλότερα από εκείνο της Ιταλίας πριν από το 2030.
Η συμβολή ενός μέτριου πληθωρισμού της τάξης του 3%-4% σε μια τέτοια πτωτική τροχιά του χρέους θα ήταν αποφασιστική. Ίσως, λοιπόν, ένας μέτριος πληθωρισμός να είναι ό,τι χρειάζεται η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια.