Γενική είναι η αίσθηση, μιλώντας με φίλους και γνωστούς, ότι η φοροδιαφυγή βρίσκεται σε έξαρση. Τώρα πλέον πας να αγοράσεις πράγματα, π.χ. γυαλιά ή κάτι άλλο, και χωρίς κανέναν ενδοιασμό σε ρωτάνε αν θα πληρώσεις με απόδειξη ή χωρίς. Δεν αναφερόμαστε καν στις ιατρικές επισκέψεις, τα φακελάκια στους χειρουργούς ή τις αμοιβές των δικηγόρων, που πάντοτε υπήρχαν.
Αυτό δεν συνέβαινε πριν από λίγα χρόνια και δείχνει ξεκάθαρα την έλλειψη φόβου. Οι φοροφυγάδες σού δίνουν την αίσθηση ότι δεν φοβούνται πως θα τους πιάσουν. Ίσως γιατί ακόμη κι αν συμβεί το τελευταίο, το όφελος από την πολυετή φοροδιαφυγή θα είναι μεγαλύτερο από το όποιο πέναλτι της εφορίας. Πόσοι εξάλλου «επιχειρηματίες» δεν έχουν βαρέσει κανόνι, φεσώνοντας προμηθευτές, ταμεία, κράτος κ.λπ. και εν συνεχεία πήγαν και άνοιξαν άλλη εταιρεία στο όνομα συγγενικού τους προσώπου με το ίδιο αντικείμενο;
Κάνοντας έναν πολύ απλό υπολογισμό (ιδιωτική κατανάλωση μείον δηλωθέντα εισοδήματα), ο διοικητής της TτΕ Γιάννης Στουρνάρας είχε αναφέρει τον περασμένο Ιούνιο ότι τα μη δηλωθέντα εισοδήματα ανέρχονται σε 60 δισ. ευρώ. Υπολογίζοντας ένα μέσο φορολογικό συντελεστή 30%, η ετήσια απώλεια εσόδων ανέρχεται σε 18 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον ίδιο.
Στην κυβέρνηση, απ’ όσο γνωρίζουμε, εμφανίζονται πιο φειδωλοί στις εκτιμήσεις τους και τοποθετούν την ετήσια απώλεια φορολογικών εσόδων κοντά στα 10 δισ. ευρώ. Θα είναι όμως ικανοποιημένοι σε πρώτη φάση, αν από την πάταξη της φοροδιαφυγής εισπράξουν 2-3 δισ. ευρώ. Για να το καταφέρουν, ποντάρουν στη μεγαλύτερη χρήση των ηλεκτρονικών πληρωμών στις συναλλαγές και σε μια σειρά από μέτρα που θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί από χρόνια. Η περιβόητη ενοποίηση των ταμειακών μηχανών με τα POS θα έπρεπε να είχε γίνει τον Μάρτιο του 2020, τώρα προβλέπεται για την Άνοιξη του 2024. Πόσες εκατοντάδες εκατ. ευρώ θα μπορούσαν να είχαν εισπραχθεί αλλά παρέμειναν στις τσέπες των επιτηδείων, αρκετοί από τους οποίους μπορεί να εισπράττουν επιπλέον διάφορα επιδόματα, δηλώνοντας φτωχοί;
Ο πρωθυπουργός κατανοεί προφανώς ότι η χώρα θα πρέπει να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα σε μόνιμη βάση για να μειώσει κάποιους επιμέρους φόρους ή να αυξήσει επιλεκτικά τις κρατικές δαπάνες σε μόνιμη βάση, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο το πρωτογενές πλεόνασμα και η αποκλιμάκωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο αν η οικονομία αρχίσει να ασθμαίνει και τα φορολογικά έσοδα δεν αυξάνονται όπως υπολογιζόταν.
Η είσπραξη μερικών δισ. ευρώ από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής είναι ο πιο δίκαιος τρόπος και ενέχει το μικρότερο πολιτικό κόστος για το κυβερνών κόμμα. Μπορούμε να συζητάμε για ώρες κατά πόσο τα λεφτά των φορολογουμένων σπαταλούνται από την εκάστοτε κυβέρνηση για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της εκλογικής πελατείας της ή αλλού, χωρίς να δίνει λογαριασμό. Η ανταποδοτικότητα των φόρων είναι σημαντικό ζήτημα. Όμως, η ανταποδοτικότητα δεν πρόκειται να βελτιωθεί, χωρίς διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Όσο περισσότεροι πληρώνουν φόρους τόσο περισσότεροι θα ενδιαφέρονται πού πάνε τα λεφτά τους και θα εντείνεται η πολιτική πίεση για έλεγχο των κρατικών δαπανών.
Για να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο, θα πρέπει η μάχη εναντίον της φοροδιαφυγής να κερδηθεί. Αυτό απαιτεί την επαναφορά του φόβου στους παραβάτες, που σήμερα είναι χαλαροί.