Σήμερα στη Φρανκφούρτη, το ΔΣ της ΕΚΤ θα αποφασίσει τι θα κάνει με τα επιτόκια παρέμβασης του ευρώ, σε μια ευρωζώνη που μοιάζει διαιρεμένη ανάμεσα στον αδύνατο πυρήνα και τις πιο εύρωστες οικονομίες της ευρωπεριφέρειας, εξαιρουμένης της Ιταλίας.
Χθες το World Interest Rate Probabilities function του Bloomberg έδινε μοιρασμένες πιθανότητες στο ενδεχόμενο να αυξήσει τα βασικά επιτόκια του ευρώ κατά 0,25 της ποσοστιαίας μονάδας ή να τα αφήσει αμετάβλητα στα σημερινά επίπεδα.
Υπενθυμίζουμε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται στο 3,75% για καταθέσεις μιας μέρας (overnight) στο ευρωσύστημα, στο 4,25% για τις κύριες αναχρηματοδοτήσεις (MRO) των τραπεζών και στο 4,50% για πιστώσεις μιας μέρας στις τράπεζες από το ευρωσύστημα.
Όμως, οι βετεράνοι παρατηρητές των αγορών όπως ο Mohamed El Erian έδιναν μικρό προβάδισμα στα «γεράκια» της ΕΚΤ που θέλουν τη 10η συνεχόμενη αύξηση επιτοκίων από πέρυσι το καλοκαίρι. Προς την ίδια κατεύθυνση παραπέμπουν δημοσιεύματα που θέλουν την ΕΚΤ να προβλέπει πως ο μέσος πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ θα βρίσκεται στο 3% το 2024, δηλ. αρκετά πάνω από το 2%.
Αυτό που ζυγίζει δυσανάλογα στις εκτιμήσεις του El Erian υπέρ μιας νέας αύξηση επιτοκίων είναι ο επιμένων υψηλός πληθωρισμός στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία του μπλοκ. Ο ονομαστικός ετήσιος πληθωρισμός ήταν στο 6,10% στη Γερμανία τον Αύγουστο, έναντι 1,99% που είναι ο μέσος πληθωρισμός μακροπρόθεσμα. O ετήσιος πληθωρισμός στη Γαλλία ήταν 4,8% και στην Ιταλία 5,5%. Στον αντίποδα, ο ετήσιος πληθωρισμός σε χώρες της ευρωπεριφέρειας όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία βρίσκεται σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα, της τάξης του 2,7%, 3,7% και 2,6% αντίστοιχα.
Υπό αυτές τις συνθήκες και παρά τις εκτιμήσεις για περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στη Γερμανία τους επόμενους μήνες, η ΕΚΤ καλείται να χαράξει την επιτοκιακή πολιτική της έχοντας δύο γκρουπ χωρών σε διαφορετική φάση του επιχειρηματικού κύκλου. Αν αυξήσει εκ νέου τα επιτόκια, θα ανταποκριθεί καλύτερα στις προτεραιότητες της Γερμανίας. Από την άλλη πλευρά, ενδεχομένως θα πληγώσει περισσότερο τις οικονομίες της ευρωπεριφέρειας, γιατί θα ψαλιδίσει τον ρυθμό ανάπτυξής τους.
Σε αρκετούς το σημερινό σκηνικό θυμίζει το σκηνικό των αρχών του 21ου αιώνα, όταν ο μεγάλος άρρωστος της ευρωζώνης ήταν η Γερμανία. Τότε, η ΕΚΤ διατήρησε χαμηλά τα επιτόκια για να βοηθήσει τη Γερμανία να ανακάμψει, αλλά έκανε κακό στις οικονομίες του Νότου που βρίσκονταν σε φάση υπερθέρμανσης και χρειάζονταν υψηλότερα επιτόκια.
Αρκετοί θεωρούν πως εκείνη η πολιτική της ΕΚΤ έσπειρε κάποιους από τους σπόρους της κρίσης χρέους στην ευρωπεριφέρεια μια δεκαετία αργότερα, ενθαρρύνοντας τον υπερβολικό δανεισμό. Ασφαλώς, οι σημερινές συνθήκες δεν είναι ίδιες με εκείνες που επικρατούσαν 20 χρόνια πριν στη ζώνη του ευρώ. Όμως, πιθανόν να αποδειχθεί σήμερα πως κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Το ειδικό βάρος των μεγάλων οικονομιών παίζει ρόλο στη χάραξη της πολιτικής της ΕΚΤ.