Τον Μάρτιο του 2020, η ΕΚΤ φέρεται να είχε λίγο-πολύ αποφασίσει να μη συμπεριλάβει τα ελληνικά χρεόγραφα στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς για την αντιμετώπιση της πανδημίας, γνωστό ως PPP.
Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου είχε ξεπεράσει το 4% ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων των άλλων χωρών της ευρωζώνης είχαν υποχωρήσει πολύ λόγω των φόβων για ύφεση και αποπληθωρισμό και οι μετοχές των τραπεζικών μετοχών στην Αθήνα πιέζονταν. Με την ανησυχία έκδηλη, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης τηλεφώνησε στην πρόεδρο της ΕΚΤ κ. Λαγκάρντ.
Το περιεχόμενο της επικοινωνίας δεν έγινε γνωστό αλλά το ελληνικό αίτημα ήταν προφανές. Η Αθήνα φοβόταν ότι το κόστος δανεισμού της χώρας θα ανέβαινε κατακόρυφα, αν η ΕΚΤ δεν αγόραζε τα ομόλογά της. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες θα έπρεπε να προσφύγουν στον ακριβό δανεισμό από την Τράπεζα της Ελλάδος, αν η ΕΚΤ δεν έκανε αποδεκτά τα ελληνικά χρεόγραφα για φθηνή αναχρηματοδότηση.
Την επομένη της τηλεφωνικής επικοινωνίας του πρωθυπουργού με την κ. Λαγκάρντ, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα συμμετέχει στο PPP, το έκτακτο πρόγραμμα για την πανδημία, παρότι δεν είχε την επενδυτική βαθμίδα.
Fast forward. Μετά την πρόσφατη αναβάθμιση της DBRS, η χώρα δεν χρειάζεται να ανησυχεί τι θα κάνει η ΕΚΤ μετά τη λήξη του PPP. Προφανώς, η ΕΚΤ δεν θα εξαιρέσει τα ελληνικά χρεόγραφα από τις διευκολύνσεις που απολαμβάνουν εκείνα άλλων χωρών-μελών της ΟΝΕ.
Όμως, το στόρι όπως θα έλεγαν οι Αμερικανοί δεν τελειώνει εδώ. Στις συζητήσεις και τις αναφορές για τα πλεονεκτήματα της αναβάθμισης αποκρύπτονται είτε από άγνοια είτε για άλλους λόγους, κάποια άλλα κομμάτια του παζλ.
Πράγματι, η αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα θα είναι χρήσιμη για τη στήριξη των χρεογράφων και τραπεζών από την ΕΚΤ. Θα προσελκύσει επίσης κάποιους νέους ξένους αγοραστές τίτλων, όμως θα απομακρύνει επίσης κάποιους άλλους οι οποίοι επενδύουν σε αναδυόμενες αγορές και έχουν τοποθετηθεί σε ελληνικούς τίτλους σε βάθος ενός ή δύο ετών.
Το θετικό είναι ότι οι τελευταίοι αγόραζαν μικρό κομμάτι των ελληνικών ομολόγων που εκδίδονταν στην πρωτογενή αγορά, κάπου 10%-15%, αλλά δεν ξέρουμε τι έκαναν στη δευτερογενή.
Παρ’ όλα αυτά η διαφορά των νέων αγορών από τις πωλήσεις των αναδυόμενων funds μπορεί να απογοητεύσει παρά την αναβάθμιση από την DBRS. Υπό μια αίρεση. Αν κάποιος ακόμη από τους άλλους τρεις βασικούς οίκους αξιολόγησης, δηλ. S&P, Fitch και Moody’s, αναβαθμίσει την Ελληνική Δημοκρατία.
Από τους τρεις οίκους, ο S&P έχει την Ελλάδα ένα σκαλί πριν από την αναβάθμιση με «θετικές» προοπτικές. Επομένως, είναι πιο πιθανό να κάνει το βήμα στις 20 Οκτωβρίου. Σ’ αυτή την περίπτωση, δύο από τους 4 βασικούς οίκους θα έχουν αναβαθμίσει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα. Αυτό είναι πιο σημαντικό γιατί παθητικοί θεσμικοί επενδυτές, π.χ. index funds, που επενδύουν σε δείκτες όπως της MSCI θα μπορούν να αγοράσουν ελληνικούς τίτλους.
Σήμερα, οι παθητικές επενδύσεις, δηλ. αυτές που γίνονται από funds με μπούσουλα δείκτες αναφοράς ομολόγων ώστε να επιτύχουν την ίδια σχεδόν απόδοση, υπερέχουν σημαντικά των ενεργητικών επενδύσεων.
Αυτός είναι ο λόγος που ισχυριζόμαστε ότι η αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα από την DBRS δεν είναι το ίδιο χωρίς την αναβάθμιση από τον S&P τον Οκτώβριο.