Η στήλη δεν αμφιβάλλει για την πρόθεση του ΥΠΟΙΚ κ. Χατζηδάκη να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή. Όμως κι αυτή έχει όρια, όταν στο Κοινοβούλιο εκπροσωπούνται ευρέως επαγγελματικές ομάδες που θεωρούνται ιδιαίτερα επιρρεπείς στο σπορ της φοροδιαφυγής.
Αυτοί δεν πρόκειται να βγάλουν τα μάτια τους. Ούτε τα δικά τους ούτε πολλών από εκείνους που τους ψηφίζουν. Αυτή είναι η διαχρονική αλήθεια του ελληνικού κράτους.
Αν ήταν διαφορετικά, οι βουλευτές (ασχέτως κομμάτων) θα είχαν ψηφίσει να φορολογούνται όπως οι ψηφοφόροι τους για λόγους ισότητας και ισοπολιτείας. Όμως, δεν είναι χαζοί. Το προσωπικό τους συμφέρον κοιτάνε.
Ο κ. Χατζηδάκης, όπως κι ο προκάτοχός του κ. Σταϊκούρας, ποντάρει στις ψηφιακές λύσεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής γιατί είναι πολιτικά αναίμακτες. Κοινώς, άμα σε πιάσουν να φοροδιαφεύγεις με ηλεκτρονικά μέσα, δεν φταίει η κυβέρνηση.
Η δήλωση του κ. Χατζηδάκη είναι σαφής: «… οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν ένα πλεονέκτημα, ότι δεν είναι ούτε δεξιές, ούτε κεντρώες, ούτε αριστερές. Δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Αν από τη διασταύρωση προκύπτει ότι κάποιος έκανε φοροδιαφυγή, την έκανε».
O ΥΠΟΙΚ εννοεί την ηλεκτρονική τιμολόγηση, την αναγνώριση μόνο των δαπανών που περνάνε μέσα από τα ηλεκτρονικά βιβλία MyData, το ψηφιακό δελτίο αποστολής, το ψηφιακό πελατολόγιο κ.λπ. Και φυσικά τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS, που έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί πριν από χρόνια και πάει τώρα για τους πρώτους μήνες του 2024.
Όλα αυτά επιβεβαιώνουν ότι η υπέρτατη αρχή που καθορίζει σχεδόν όλες τις φορές τις πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων είναι η ελαχιστοποίηση του πολιτικού κόστους.
Γι’ αυτό έχουμε το φαινόμενο σε μια τουριστική χώρα όπως η Ελλάδα, με 30 εκατ. επισκέπτες τον χρόνο, να ψάχνονται οι τουρίστες να βρουν ρευστό για να πληρώσουν τα ταξί, καθώς αυτά δεν δέχονται κάρτες.
Κι όλα αυτά ενώ έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δήλωνε ότι οι ταξιτζήδες ξοδεύουν περισσότερα για καφέδες από τα εισοδήματα που δηλώνουν στην εφορία.
Γι’ αυτό τον λόγο, τα ακαθάριστα έσοδα των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων κυμαίνονται μεταξύ 35 και 40 δισ. ευρώ ετησίως, αλλά το φορολογητέο εισόδημα που δηλώνουν κινείται στην περιοχή των 3-5 δισ. ευρώ. Έχουμε μάλιστα δει τον μεν τζίρο τους να αυξάνεται σημαντικά, αλλά τα δηλωθέντα εισοδήματα λίγο, όπως άλλωστε έχει επισημάνει η Κομισιόν.
Κι όλα αυτά παρότι οι ανωτέρω ήταν οι πλέον ευνοημένοι από τις αλλαγές της φορολογικής κλίμακας από το 2019, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, τον μηδενισμό του τέλους επιτηδεύματος σε περίπτωση νέων προλήψεων και φυσικά τις (μη) επιστρεπτέες προκαταβολές κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Το ανωτέρω γεγονός αποδεικνύει ότι γι’ αυτούς η μείωση του φορολογικού βάρους δεν είναι ο κύριος παράγοντας φορολογικής συμμόρφωσης αλλά οι βαριές ποινές όταν συλλαμβάνονται να φοροδιαφεύγουν. Ιδίως, κατ’ επανάληψη.
Δεν είναι επίσης τυχαία η εκτίμηση στελεχών της ΑΑΔΕ ότι ο φόβος των διασταυρώσεων για όσους ελεύθερους επαγγελματίες δηλώνουν εισόδημα κάτω από 10 χιλ. ευρώ εξηγεί σε κάποιο βαθμό γιατί αυξήθηκε ο φόρος εισοδήματος κατά 12,5%.
Με τον θόρυβο που έχει δημιουργηθεί για τη φοροδιαφυγή, κάποιος θα περίμενε ότι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι θα ήταν πιο προσεκτικοί.
Όμως, αυτό δεν δείχνει να συμβαίνει. Διάχυτη είναι η εντύπωση ότι η φοροδιαφυγή είναι σε έξαρση.