Αν κάποιος αναλυτής τρίτης χώρας συγκρίνει τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας με εκείνα της Ιταλίας θα πρέπει να παραδεχθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε αρκετά καλύτερη κατάσταση. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ είναι αρκετά υψηλότερο σε σχέση με της Ιταλίας και η Ελλάδα δεν ανήκει ακόμη στο κλαμπ των χωρών με επενδυτική βαθμίδα από τους 4 οίκους αξιολόγησης που αναγνωρίζει η ΕΚΤ, δηλ. την DBRS, S&P, Fitch και Moody’s. Οι συμμετέχοντες στις κεφαλαιαγορές το έχουν αντιληφθεί και γι’ αυτό απαιτούν υψηλότερο επιτόκιο δανεισμού από την Ιταλία στα 10 χρόνια σε σύγκριση με την Ελλάδα π.χ. 4,4% έναντι 4% περίπου.
Τα στοιχεία για την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2023 δείχνουν ότι οι αγορές δεν έχουν άδικο. Κι αυτό παρότι ο ανωτέρω προϋπολογισμός είναι περίπου ίσος με τον μισό εκείνου της Γενικής Κυβέρνησης και δεν είναι σε δημοσιονομική βάση (accruals) αλλά σε τροποποιητική (εν μέρει ταμειακή).
Για την ιστορία, η δική μας εικόνα θέλει το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης να καταλήγει κοντά στα 3 δισ. ευρώ (συν/πλην) στο τέλος του 2023 μετά την ικανοποίηση των υφιστάμενων κυβερνητικών δεσμεύσεων. Αυτό αντιστοιχεί σε υπέρβαση του νέου ετήσιου στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ. Θυμίζουμε ότι οι τόκοι για το χρέος ανέρχονται σε 4,5-5 δισ. ευρώ φέτος. Ακόμη κι αν έχουμε δίκιο, το πλεόνασμα θα υπολείπεται των τόκων και η χώρα θα πρέπει να επιβαρυνθεί με νέα δάνεια για να πληρώσει τους τόκους, επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους.
Ως γνωστόν, το πολιτικό σύστημα έχει την τάση να ξοδεύει τα όποια έξτρα λεφτά του προϋπολογισμού όταν επιτυγχάνεται ο δημοσιονομικός στόχος. Θα στοιχηματίζαμε λοιπόν ότι η παράδοση δεν πρόκειται να σπάσει και τα χθεσινά δημοσιεύματα περί κυβερνητικών σκέψεων για νέες παροχές θα επιβεβαιωθούν στη πράξη αν προκύψει -όπως εκτιμούμε- δημοσιονομικός χώρος στο τέλος της χρονιάς.
Σε μια σοβαρή χώρα που σέβεται τους πολίτες της και κυρίως τις νεότερες γενιές, το πολιτικό σύστημα δεν θα επιβάρυνε το δημόσιο χρέος για να προβεί σε νέες παροχές. Όμως, αυτός είναι ο κακός εαυτός στον οποίο αναφερθήκαμε στον τίτλο του σημερινού άρθρου. Φυσικά, ο στόχος της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας τις επόμενες εβδομάδες και μήνες επιβάλει στη κυβέρνηση και ειδικότερα στο ΥΠΕΘΟ να κρατά μια πιο προσεκτική στάση, λέγοντας ότι είναι πρόωρη η συζήτηση για παροχές. Το ΥΠΕΘΟ καλά κάνει επικοινωνιακά.
Όμως, το DNA του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν αλλάζει. Θα σας το υπενθυμίσουμε τον προσεχή Νοέμβριο-Δεκέμβριο όταν ανακοινωθούν οι νέες παροχές.