Οι έμμεσοι φόροι θεωρούνται άδικοι φόροι, γιατί τους πληρώνουν τόσο οι εύποροι όσο και οι πιο οικονομικά αδύνατοι. Στην Ελλάδα, οι έμμεσοι φόροι είναι αρκετά μεγαλύτεροι από τους άμεσους και επομένως τίθεται θέμα αλλαγής του μείγματος, όπως επισημαίνεται από κόμματα της αντιπολίτευσης. Όμως, είναι γνωστό ότι πολλοί συμπατριώτες μας δηλώνουν ψευδώς στην εφορία πολύ χαμηλότερα εισοδήματα από τα πραγματικά. Επομένως, οι έμμεσοι φόροι είναι ίσως οι μοναδικοί που πληρώνουν οι φοροφυγάδες και δεν είναι τόσο άδικοι όσο αλλού.
Όμως, υπάρχουν κι άλλα θέματα. Η κυβέρνηση της ΝΔ μείωσε τον ΦΠΑ στο 13% από 24% στον καφέ, στα ροφήματα και στα μη αλκοολούχα ποτά που σερβίρονται από επιχειρήσεις μαζικής εστίασης τα προηγούμενα χρόνια. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ο κρατικός προϋπολογισμός έχασε πάνω από 100 εκατ. ευρώ σε έσοδα ετησίως και οι καταναλωτές δεν είδαν καμία διαφορά στην τιμή. Οι μόνοι κερδισμένοι ήταν οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, όπως άλλωστε έχουν παραδεχθεί στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν που μειώθηκε ο ΦΠΑ, το κράτος εισέπραξε λιγότερους φόρους και οι καταναλωτές μοιράστηκαν μέρος της μείωσης με τους λιανέμπορους, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Σε πολλές περιπτώσεις δεν είδαν κανένα όφελος, γιατί οι λιανέμποροι φρόντισαν να αυξήσουν τις τιμές μετά από λίγο χρονικό διάστημα. Κατά σύμπτωση, ανάμεσα στους ωφελημένους από τη μείωση του ΦΠΑ βρίσκονται επαγγελματικές ομάδες που φιγουράρουν ψηλά στη λίστα των αρχών για φοροδιαφυγή.
Σήμερα, το κράτος εισπράττει 22 δισ. ευρώ από τον ΦΠΑ, με τον μεσοσταθμικό συντελεστή να βρίσκεται στο 17%, σύμφωνα με κυβερνητικό στέλεχος. Αν λοιπόν ο μεσοσταθμικός συντελεστής πέσει στο 16%, λόγω μείωσης του ανώτατου συντελεστή από το 24% στο 23% ή/και μετάταξης προϊόντων σε χαμηλότερους συντελεστές, θα λείψουν από τον προϋπολογισμό έσοδα ύψους 1,3 δισ. ευρώ ή και περισσότερα ετησίως.
Με τα παραπάνω δεν ισχυριζόμαστε ότι δεν πρέπει να μειωθεί π.χ. ο ανώτατος συντελεστής ΦΠΑ που είναι στο υψηλό 24% ή σε κάποια προϊόντα. Απλά, επισημαίνουμε τις συνέπειες με βάση την εμπειρία. Ο ανώτατος συντελεστής ΦΠΑ θα μπορούσε κάλλιστα να μειωθεί και να γίνουν μετατάξεις κάποιων προϊόντων σε χαμηλότερα κλιμάκια χωρίς επίπτωση στον κρατικό προϋπολογισμό υπό προϋποθέσεις.
Πρώτον, τα έσοδα που έλειπαν, θα αναπληρώνονταν από ανάλογη μείωση των πρωτογενών δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης. Όμως, ρεαλιστικά, δεν νομίζουμε ότι το πολιτικό σύστημα έχει το στομάχι για κάτι τέτοιο.
Δεύτερον, να υπήρχε σημαντική πρόοδος στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής με διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Κυρίως στις κατηγορίες των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων, που εμφανίζουν ακαθάριστα έσοδα 39-40 δισ. ευρώ και καταλήγουν με φορολογητέο εισόδημα 3,5-4 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα απώλεσε το 19,7% των εσόδων του ΦΠΑ ή 3,2 δισ. ευρώ περίπου που προσδοκούσε να εισπράξει το 2020, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Όμως, είμαστε ρεαλιστές και γι’ αυτό φρονούμε ότι θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος και ισχυρή πολιτική βούληση, για την οποία δεν είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει, ώστε να συμπιεσθεί αισθητά η φοροδιαφυγή. Επομένως, δυστυχώς, το πιθανότερο είναι ότι η όποια κυβέρνηση θα κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, όταν λείπουν έσοδα μετά από μια σημαντική μείωση των έμμεσων φόρων. Θα αυξήσει τους φόρους που πληρώνουν τα υποζύγια του προϋπολογισμού, δηλ. μισθωτοί και συνταξιούχοι.
Για τους ανωτέρω λόγους οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι την κατανοητή και επιθυμητή μείωση των έμμεσων φόρων σε μόνιμη βάση και μεγάλη κλίμακα θα πληρώσουν τα υποζύγια, χωρίς σημαντικό όφελος για τους καταναλωτές, αν δεν δημιουργηθεί προηγουμένως δημοσιονομικός χώρος μέσω της συμπίεσης της φοροδιαφυγής.