Τον πρώην υπουργό Οικονομικών κ. Αλέκο Παπαδόπουλο έτυχε να τον γνωρίσω πολλά χρόνια πριν, όταν εργαζόμουν σε ξένο μέσο. Ακόμη θυμάμαι την πρώτη συνέντευξη, όταν σε κάποιο σημείο, αιφνιδιάζοντας τόσο τον Αμερικανό διευθυντή μου όσο και την αφεντιά μου, μας ζήτησε να σταματήσουμε να ηχογραφούμε γιατί ήθελε να μας εξηγήσει κάποια πράγματα για τα δημοσιονομικά της χώρας off the record. Από τότε παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τις κατά καιρούς δημόσιες τοποθετήσεις του, γνωρίζοντας ότι ο άνθρωπος είναι ρεαλιστής, δεν έχει πλέον πολιτικές φιλοδοξίες και δεν διακατέχεται από κάποιου είδους κομματική υστεροβουλία όπως άλλοι.
Ίσως αυτό είναι που τον κάνει ευρύτερα αποδεκτό, αν και κάποιος μπορεί να διαφωνεί μαζί του σε επιμέρους θέματα. Αυτό ακριβώς σκέφθηκα, διαβάζοντας τη χθεσινή ανοικτή επιστολή του κ. Παπαδόπουλου προς τους Αρχηγούς της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ με θέμα: «Τα ρίσκα του εξωραϊσμού της δημοσιονομικής κατάστασης».
Είναι προφανές, σε μας τουλάχιστον, τι εννοεί ο πρώην υπουργός όταν γράφει ότι «η συνεχής και συγχρονισμένη προβολή μιας ρόδινης εικόνας για την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών δεν υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και δεν επιτρέπει στον πολίτη να χαράξει και να ακολουθήσει αξιόπιστη προσωπική και επαγγελματική πορεία». Η Ελλάδα δεν έχει ούτε 9 μήνες από τότε που βγήκε από την ενισχυμένη εποπτεία. Κι όμως, τα κόμματα υπόσχονται διάφορα γενναιόδωρα μέτρα για να προσελκύσουν περισσότερες ψήφους ενώ οδεύουμε προς τις εκλογές της 21ης Μαΐου, παρότι τα δημόσια οικονομικά της χώρας δεν το επιτρέπουν. Η έμφαση που δόθηκε στο μικρό πρωτογενές πλεόνασμα το 2022 έναντι αρχικών εκτιμήσεων για σημαντικό πρωτογενές έλλειμμα ενίσχυσε την εντύπωση σε κομματικά στελέχη και πολίτες πως λεφτά υπάρχουν. Οι υποσχέσεις για αυξήσεις μισθών, επιδομάτων και μειώσεις φόρων που ακολούθησαν με τις εκλογές προ των πυλών ήταν φυσικό επακόλουθο.
Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι η Ελλάδα δεν τα πήγε καλύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν στο πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού πέρυσι. Όμως, ακόμη δανείζεται για να πληρώνει τους ετήσιους τόκους ύψους 4,5-5 δισ. ευρώ του δημόσιου χρέους όπως αποτυπώνονται στο συνολικό έλλειμμα.
Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές από κάποια ερωτήματα που έθεσε στην επιστολή του ότι του διαφεύγουν κάποιες λεπτομέρειες. Αναφερόμαστε π.χ. στην παρατήρηση ότι «οι κυβερνητικές εγγυήσεις -εν δυνάμει χρέος- ξεπέρασαν τα 29,8 δισ., μακράν οι μεγαλύτερες από την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ». Αυτό συμβαίνει αλλά περιλαμβάνουν τις εγγυήσεις του σχεδίου Ηρακλής ύψους 19 δισ. ευρώ, για να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών. Χωρίς αυτές, οι εγγυήσεις δεν έχουν αυξηθεί. Επιπλέον, τα οφέλη για τις τράπεζες, την εθνική οικονομία και την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας θα πρέπει να συνεκτιμηθούν.
Επίσης, αν ο κ. Παπαδόπουλος γνώριζε ότι το κράτος πληρώνει ετησιοποιημένο επιτόκιο 3,2% για διάστημα μιας μέρας (overnight) στους φορείς της γενικής κυβέρνησης για τα ταμειακά διαθέσιμα που δανείζεται, δεν θα υπέβαλε την ερώτηση. Τόσο υψηλό επιτόκιο μιας μέρας οι φορείς δεν μπορούν να βρουν σε καμία τράπεζα. Ο σχετικός νόμος που έχει ψηφισθεί στη Βουλή επίσης ορίζει πού επενδύονται τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Και κάτι ακόμη. Όταν το δημόσιο χρέος είναι 355 δισ. ευρώ και τα ταμειακά διαθέσιμα είναι 35 δισ., εξυπακούεται ότι το καθαρό δημόσιο χρέος είναι 320 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, καλή η συζήτηση για τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, αλλά είναι δανεικά που όταν επιστραφούν θα μειώσουν το χρέος.
Όμως, δεν θα θέλαμε να χαθεί το δάσος. Η επιστολή του κ. Αλέκου Παπαδόπουλου είναι μια προσπάθεια προσγείωσης των πολιτικών αρχηγών στη δημοσιονομική πραγματικότητα, κατά την άποψή μας. Κι αυτή δεν ευνοεί την επεκτατική πολιτική που ευαγγελίζονται, προφανώς σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας. Σ’ αυτό θα συμφωνήσουν πολλοί μαζί του.