Ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας είναι η υπερχρέωση. Πολλοί τη θεωρούν τη μεγαλύτερη τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χώρας. Υπό αυτό το πρίσμα, οτιδήποτε βοηθά στη μείωση του μεγέθους και του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους συνιστά θετική εξέλιξη.
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα θα είναι μια τέτοια περίπτωση καθώς θα περιορίσει το πιστωτικό ρίσκο (credit risk). Όμως, οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει αυτό το γεγονός, αποτιμώντας τα ελληνικά κρατικά ομόλογα σχεδόν σαν να ήταν στην επενδυτική βαθμίδα. Επομένως, το όφελος από την αναβάθμιση της Ελλάδας από S&P, Scope και ενδεχομένως Fitch και DBRS θα είναι πολύ περιορισμένο σε όρους κόστους δανεισμού για το κράτος. Θεωρητικά, το όφελος θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο από τη μείωση του credit risk της χώρας για τους ιδιώτες εκδότες χρέους.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των επιτοκίων παρέμβασης από την ΕΚΤ επιβαρύνει περισσότερο όλα τα νέα χρέη και ιδιαίτερα το ιδιωτικό καθώς το 90% και άνω είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει με το δημόσιο χρέος, που το 95% είναι με σταθερό επιτόκιο.
Θυμίζουμε ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος εκτιμάται στο 171% του ΑΕΠ και το ιδιωτικό κοντά στο 132% το 2022. Επομένως, το συνολικό χρέος της χώρας είναι λίγο πάνω από 300% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι το συνολικό χρέος της Ελλάδας (δημόσιο και ιδιωτικό) είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο παγκοσμίως. Ο λόγος του συνολικού χρέους προς το ΑΕΠ παγκοσμίως ήταν κοντά στο 347% το 2022. Το συνολικό παγκόσμιο χρέος ήταν κοντά στα 300 τρισ. δολάρια και το παγκόσμιο ΑΕΠ εκτιμάτο κοντά στα 80 τρισ. δολάρια.
Δυστυχώς, σ’ αυτή τη φάση του οικονομικού κύκλου, που οι κεντρικές τράπεζες βάζουν ως προτεραιότητα την καταπολέμηση του πληθωρισμού μέσω αύξησης των επιτοκίων και εισαγωγή στην ποσοτική σύσφιξη (QT), τα οφέλη από την προσδοκώμενη αναβάθμιση δεν θα είναι τόσο ορατά. Το ίδιο ισχύει για τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία των οποίων οι τιμές αναπροσαρμόζονται, λαμβάνοντας υπόψη αφενός τις μεταβολές των επίσημων επιτοκίων και αφετέρου την προσδοκώμενη αναβάθμιση. Επιπλέον, η αναβάθμιση δεν πρόκειται να σώσει πρότζεκτ χαμηλής προσδοκώμενης απόδοσης που βασίζονταν στα χαμηλά επιτόκια. Τέτοια πρότζεκτ θα χρειάζονται υψηλότερες αποδόσεις πλέον για να επιβιώσουν.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η θετική επίπτωση της προσδοκώμενης αναβάθμισης στην υπερχρέωση μπορεί κάλλιστα να υπερκερασθεί από τις αυξήσεις των επιτοκίων σ’ αυτή τη φάση. Η ορθόδοξη δημοσιονομική πολιτική των πρωτογενών πλεονασμάτων του κρατικού προϋπολογισμού μοιάζει πιο αποτελεσματική μέθοδος για τον έλεγχο της υπερχρέωσης του δημόσιου τομέα. Όπως και ο ταχύτερος ρυθμός ανάπτυξης, που όμως δεν διατάσσεται.
Φυσικά, η αναβάθμιση θα επιτρέψει τη μείωση του περιβόητου «μαξιλαριού ρευστότητας» που αποτελείται από δανεικά, επιτρέποντας την ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Όμως, η υπερχρέωση δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Η ταχεία γήρανση του πληθυσμού είναι ένα άλλο πρόβλημα, στο οποίο η αναβάθμιση δεν μπορεί να βοηθήσει.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα πρέπει να είναι κοινός στόχος των κομμάτων εξουσίας. Όμως, δεν θα πρέπει να έχουν αυταπάτες σχετικά με τις βοήθειες που μπορεί να προσφέρει στην επίλυση των χρόνιων οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας.