Πολλοί ίσως δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει τα τελευταία 100 χρόνια στη χώρα μας. Ίσως γιατί δεν γνωρίζουμε καλά την ιστορία μας. Το 1922, ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 4 με 5 εκατ. άτομα. Μόνο τους πρώτους δυο μήνες μετά την καταστροφή της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922, κατέφθασαν στην Ελλάδα κάπου 850 χιλιάδες πρόσφυγες. Σ’ αυτούς προστέθηκαν κάπου 250 χιλιάδες Έλληνες, κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης που ήλθαν στη Δυτ. Θράκη συντεταγμένα με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Επίσης, κάπου 190 χιλιάδες από τον Πόντο και την Καππαδοκία. Από την άλλη πλευρά, έφυγαν κάπου 360 χιλιάδες Τούρκοι από τη χώρα για την Τουρκία. Στην απογραφή του 1928, οι πρόσφυγες ανέρχονταν σε 1,1 εκατ. άτομα σε πληθυσμό 5 εκατ. ανθρώπων, οι στεγαστικές ανάγκες ήταν τεράστιες και οι οικονομικοί πόροι εξαιρετικά περιορισμένοι.
Σήμερα, κάπου 100 χρόνια αργότερα, η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες του ΟΟΣΑ με το μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Η κουλτούρα του «κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου» σε συνδυασμό με την κατακόρυφη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος εξηγούν το αποτέλεσμα. Για την ακρίβεια, η Ελλάδα βρίσκεται στην 6η θέση της σχετικής κατάταξης ανάμεσα στις 28 χώρες του ΟΟΣΑ το 2022 με 63% του πληθυσμού να μένει στη δική του κατοικία χωρίς να οφείλει τίποτα (free and clear). Στην κορυφή του ΟΟΣΑ είναι η Λιθουανία, όπου το 83% των νοικοκυριών έχει το δικό του σπίτι χωρίς να χρωστάει. Ακολουθούν η Σλοβακία με 69%, η Ουγγαρία και η Σλοβενία με 68% και η Πολωνία με 66%. Έπεται η Ελλάδα, η Λετονία με 61%, ενώ η Ιταλία με ποσοστό ιδιοκατοίκησης 60% βρίσκεται στην 8η θέση.
Αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εμφανίζουν υψηλά ποσοστά λόγω της «ιδιωτικοποίησης» του 75% με 95% των κατοικιών που ανήκαν στα κράτη στη μετασοβιετική εποχή. Η πώληση των κρατικών κατοικιών στους ενοικιαστές των σπιτιών έγινε σε πολύ χαμηλή τιμή, κοντά στο 15% της αγοραίας αξίας τους, σύμφωνα με το Metropolitan Research Institute.
Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης συναντά κάποιος στις ΗΠΑ, στη Δανία και την Ολλανδία, με 23%, 11% και 9% αντίστοιχα. Κοινό χαρακτηριστικό των τριών χωρών είναι τα στεγαστικά δάνεια μεγάλης διαρκείας, π.χ. 28-30 ετών, που χρειάζονται περισσότερα χρόνια για να αποπληρωθούν. Οι γενναίες φορολογικές ελαφρύνσεις για όσους έχουν πάρει στεγαστικά δάνεια, οι χαμηλές προκαταβολές και οι αναχρηματοδοτήσεις δανείων σε χαμηλότερα επίπεδα επιτοκίων έχουν επίσης συνεισφέρει.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης μέσω λήψης στεγαστικού δανείου. Η Ρουμανία κρατά τα ηνία με μόλις 1% ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην 7η θέση της κατάταξης του ΟΟΣΑ με 9%. Ο μέσος όρος της κατάταξης είναι το 23%. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι λιγότερα από τα μισά στεγαστικά δάνεια είναι «κόκκινα», δηλ. δεν εξυπηρετούνται, στην Ελλάδα, τότε το ποσοστό του πληθυσμού που είτε έχει κύρια κατοικία ελευθέρα βαρών είτε έχει αγοράσει σπίτι με στεγαστικό δάνειο που εξυπηρετείται είναι πολύ μεγάλο.
Είναι λοιπόν απορίας άξιο, πώς το πολιτικό σύστημα αγνοεί τα συμφέροντα όλων αυτών και επικεντρώνεται στα «κόκκινα» δάνεια των συντριπτικά λιγότερων.