Τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι συμμετέχοντες στις αγορές περίμεναν ότι η Fed θα ανέβαζε το παρεμβατικό επιτόκιό της μέχρι το 4,5% την Άνοιξη του 2023. Από εκεί και πέρα, η Fed θα περίμενε να δει τον πληθωρισμό να υποχωρεί αισθητά προς το 2%, πριν αρχίσει να το μειώνει. Εκείνη την περίοδο, οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις ήθελαν την οικονομία της ευρωζώνης να μπαίνει σε ήπια ύφεση το 2023, λόγω, κυρίως, της αναμενόμενης ενεργειακής κρίσης. Επομένως, εκτιμούσαν, η ΕΚΤ θα ανέβαζε το επίσημο επιτόκιο μέχρι το 2,5% το πολύ.
Γρήγορη επαναφορά στη σημερινή κατάσταση. Ενθαρρυμένοι από τα στοιχεία της αγοράς εργασίας, των αμοιβών και των λιανικών πωλήσεων, οι περισσότεροι στην αγορά βλέπουν τη Fed να ανεβάζει το βασικό επιτόκιο μέχρι το 5,25% και 5,50%. Επίσης, συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει το παρεμβατικό επιτόκιο του ευρώ μεταξύ 3% και 3,5%, με την οικονομία της ευρωζώνης να αποφεύγει την ύφεση. Οι πιο «ακραίοι» βλέπουν το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 4% ή υψηλότερα. Με άλλα λόγια, το σενάριο της «μη προσγείωσης» της αμερικανικής οικονομίας κερδίζει πόντους έναντι των εναλλακτικών της «ανώμαλης προσγείωσης», δηλ. της μεγάλης ύφεσης, και της «ομαλής προσγείωσης», δηλ. της ήπιας ύφεσης ή στασιμότητας.
Οι συμμετέχοντες στις αγορές ακολουθούν τη συμβουλή του Κέινς ή τουλάχιστον αυτή που του αποδίδεται. Ουσιαστικά, οι αγορές αρχίζουν να συνηθίζουν στην ιδέα ότι οι οικονομίες των ΗΠΑ και της ευρωζώνης θα αναπτύσσονται και ο πληθωρισμός δεν θα υποχωρήσει προς το 2% τη διετία 2023-2024.
Το σενάριο της «μη προσγείωσης» μας έφερε στο μυαλό την έκθεση της Bank of America του περασμένου Σεπτεμβρίου, η οποία έδινε μια δυσοίωνη εικόνα για την πορεία του πληθωρισμού. Στην έκθεση που παρουσίασε ο Θάνος Βαμβακίδης και κάλυπτε την περίοδο 1980-2020 για να μη συμπεριλαμβάνεται ο στασιμοπληθωρισμός των 70s, ο πληθωρισμός που ξεπερνούσε το 5% στις ανεπτυγμένες οικονομίες χρειαζόταν αρκετά χρόνια για να πέσει στο 2%. Κατά μέσο όρο, 10 χρόνια. Στις τρεις περιπτώσεις που χρειάστηκε 2 με 4 χρόνια να μειωθεί στο 2%, δηλ. στην Ολλανδία το 2001, τη Γερμανία το 1992 και την Ελβετία το 1990, ο πληθωρισμός υπερέβαινε το 5% πολύ λίγο. Πέρυσι, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν 9,3% και στην ευρωζώνη 9,2%.
Φυσικά, οι εποχές είναι διαφορετικές. Αν όμως η ιστορία επαναληφθεί, η Fed και η ΕΚΤ θα πρέπει να επιλέξουν είτε να αυξήσουν τα παρεμβατικά επιτόκιά τους σε υψηλότερα επίπεδα και να τα διατηρήσουν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα είτε να εγκαταλείψουν τον στόχο για 2% και να τον επαναπροσδιορίσουν π.χ. στο 3%-4%.
Είναι προφανές ότι οι οικονομικές επιπτώσεις θα είναι μεγάλες ό,τι κι αν επιλέξουν. Αν όμως ο Πάουελ πρέπει να επιλέξει, δεν θα είχαμε καμία αμφιβολία ότι θα ακολουθήσει τα χνάρια του κεντρικού τραπεζίτη Πολ Βόλκερ στον οποίο θέλει να μοιάσει. Ο Τζερόμ Πάουελ, πρόεδρος της Fed, μας έχει ήδη προϊδεάσει για την επόμενη μέρα σ’ αυτή την περίπτωση. Θα πρέπει να περιμένουμε αυξήσεις επιτοκίων. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως είναι πιθανό να γίνει λάθος, δηλαδή η Fed να ανεβάσει το επιτόκιο τόσο πολύ, που να βυθίσει την οικονομία σε ύφεση.