Λίγο πριν ο πρωθυπουργός μαζί με τη συνοδεία του, δηλ. υπουργούς, συμβούλους και επιχειρηματίες, αναχωρήσουν για επίσημη επίσκεψη στην Ιαπωνία πριν από λίγες μέρες, ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλός του Άλεξ Πατέλης έκανε ένα ενδιαφέρον «τιτίβισμα». Σ’ αυτό εμφανιζόταν ένα γράφημα που έδειχνε ότι οι Ιάπωνες επενδυτές διακρατούσαν ελληνικά ομόλογα αξίας 10 δισ. ευρώ περίπου πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, έναντι μηδενικών σήμερα. Το υπονοούμενο ήταν σαφές. Υπήρχε πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις σε ελληνικά χρεόγραφα από Ιάπωνες.
Όμως, το πρόβλημα ήταν και είναι πως οι Ιάπωνες ακολουθούν πιστά τους κανόνες, π.χ. τα funds το καταστατικό τους. Η προσήλωση στους κανόνες μπορεί να είναι προτέρημα σε κάποιες περιπτώσεις αλλά μειονέκτημα σε άλλες, όπως έδειξε η ήττα τους από τις ΗΠΑ στην κρίσιμη μάχη του Midway στον Ειρηνικό Ωκεανό στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν πρόκειται να κινηθούν, πριν η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα.
Κι ερχόμαστε τώρα στο ζητούμενο, δηλ. την επενδυτική βαθμίδα, που η κυβέρνηση χαρακτηρίζει εθνικό στόχο και θεωρεί ότι θα πιαστεί μετεκλογικά, αν η ίδια κερδίσει τις εκλογές και σχηματίσει εκ νέου κυβέρνηση. Είναι γνωστό ότι οι S&P, Fitch και DBRS έχουν την Ελλάδα ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική κατηγορία με σταθερές προοπτικές, ενώ ο γερμανικός οίκος Scope, ο οποίος δεν είναι ακόμη αποδεκτός από την ΕΚΤ, την έχει ένα σκαλί πιο κάτω αλλά με θετικές προοπτικές.
Γιατί είναι τόσο σημαντικός στόχος; θα μπορούσε να ρωτήσει κάθε απλός πολίτης. Η εύκολη απάντηση που δίνουν σχεδόν όλοι είναι πως η επενδυτική θα μειώσει το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου. Όμως, οι αγορές προεξοφλούν τις μελλοντικές εξελίξεις και δεν αναμένεται εντυπωσιακή μείωση του κόστους δανεισμού. Πράγματι, η επιτοκιακή διαφορά (spread) έναντι της Γερμανίας ή της Ιταλίας θα μειωθεί κάπως. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι το κόστος δανεισμού θα μειωθεί απαραίτητα. Κάλλιστα, θα μπορούσε να αυξηθεί, αν το κόστος δανεισμού των χωρών του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης αυξανόταν περισσότερο από τη συρρίκνωση του ελληνικού spread. Μάλλον, θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί, η αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα θα μείωνε περισσότερο το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων παρά του Δημοσίου.
Τότε γιατί γίνεται όλος αυτός ο θόρυβος πέρα από τις όποιες προεκλογικές σκοπιμότητες; είναι η ερώτηση. Η απάντηση είναι απλή. Η είσοδος πολλών ξένων θεσμικών χαρτοφυλακίων τα οποία τοποθετούνται σε κρατικά χρεόγραφα χωρών με επενδυτική βαθμίδα θα επιτρέψει μια μεγάλη μείωση στο περίφημο «μαξιλάρι» ρευστότητας των 35-40 δισ. ευρώ στο οποίο αναφερθήκαμε πρόσφατα. Επειδή το «μαξιλάρι» αποτελείται από δάνεια που έχει λάβει η χώρα, είναι επόμενο ότι θα οδηγήσει σε ανάλογη μείωση του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης, μειώνοντας τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ή περισσότερο. Επιπλέον, θα μειώσει ανάλογα τις δαπάνες για τόκους κατά μερικές εκατοντάδες εκατ. ευρώ ετησίως.
Αν θυμόμαστε καλά, η χώρα έχει αναφέρει στο Euroworking Group ότι θα αποπληρώσει διμερή δάνεια του 1ου μνημονίου (GLF) ύψους 15,5 δισ. ευρώ, όταν αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα. Αυτά είναι πολύτιμα σε περιόδους που κάθε χώρα της ευρωζώνης αναζητά κεφάλαια. Όμως, η μπάλα δεν σταματάει εκεί. Κι αυτό γιατί τα επιτόκια των διμερών δανείων έχουν μετατραπεί σε σταθερά από κυμαινόμενα μέσω συμφωνιών ανταλλαγής επιτοκίων (swaps). Όταν αποπληρωθούν τα ανωτέρω διμερή δάνεια, τα swaps θα είναι «γυμνά», όπως λέμε, και θα μπορούν να κλείσουν με κέρδος που υπολογίζεται σε λίγα δισ. ευρώ. Με αυτά τα κέρδη συν την εξοικονόμηση τόκων από το «μαξιλάρι» ρευστότητας, η Ελλάδα θα μπορεί να μειώσει περαιτέρω τις πληρωμές για τόκους στο δημόσιο χρέος. Κι αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα και περισσότερο δημοσιονομικό χώρο, που είναι το κερασάκι στην τούρτα.
Αυτή είναι η αναμενόμενη αλυσίδα των γεγονότων μετά την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η οποία καθορίζει ουσιαστικά τη σημασία της.