Αν μια επένδυση είναι καλή ή όχι φαίνεται σε βάθος χρόνου. Είτε πρόκειται για επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, είτε ανθρώπινου κεφαλαίου, είτε κάποιας άλλης μορφής.
Κάπου 10 χρόνια πριν, στο μέσο της κρίσης χρέους στην Ελλάδα κι αλλού στην ευρωζώνη, οι ευρωπαϊκές αρχές, π.χ. Κομισιόν, ΕΚΤ και άλλοι, επέκριναν δριμύτατα τους μεγάλους αμερικανικούς (κυρίως) οίκους αξιολόγησης. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από τις απαισιόδοξες εκθέσεις που οι Moody’s, S&P και Fitch Ratings δημοσίευαν για κράτη-μέλη και τον χαμηλό βαθμό που έδιναν στην πιστοληπτική τους ικανότητα, αυξάνοντας τη μεταβλητότητα των τιμών στα ομόλογά τους. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι βγήκαν δημοσίως εκείνη την εποχή και δήλωσαν ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας ή παραπάνω ευρωπαϊκοί οίκοι αξιολόγησης, υπονοώντας ότι θα είναι πιο αντικειμενικοί ή λιγότερο αυστηροί, αν προτιμάτε.
Τα χρόνια πέρασαν, η οικονομική κατάσταση βελτιώθηκε και εκείνες οι επικρίσεις ξεχάστηκαν. Όμως, δυο τουλάχιστον γερμανικοί οίκοι αξιολόγησης έβαλαν στόχο να αποκτήσουν το στάτους που είχαν οι Moody’s, S&P, Fitch και DBRS με την ΕΚΤ. Μια από αυτές ήταν η Scope. Κάποιοι στον ΟΔΔΗΧ προέβλεψαν το 2017-2018 ότι ο συγκεκριμένος γερμανικός οίκος θα μπορούσε να τα καταφέρει τα επόμενα χρόνια και τον συνέστησαν στους τότε αρμόδιους υπουργούς Τσακαλώτο και Χουλιαράκη, εξηγώντας τους το σκεπτικό. Έτσι, ξεκίνησε μια σχέση της ελληνικής πλευράς με την Scope, που ενισχύθηκε τα επόμενα χρόνια και κορυφώθηκε πριν από ένα, δύο χρόνια, όταν προστέθηκε επισήμως στους οίκους που πληρώνονται για να αξιολογούν το ελληνικό χρέος. Δεν γνωρίζουμε το ακριβές ποσό αλλά λογικά κυμαίνεται μεταξύ 40 και 120 χιλ. ευρώ τον χρόνο.
Η Scope υπέβαλε αίτημα στην ΕΚΤ στις αρχές του 2022 να συμπεριληφθεί στους οίκους αξιολόγησης που γίνονται αποδεκτοί από την ΕΚΤ και σε λίγο καιρό -οι ίδιοι λένε ότι επίκειται σε καθ’ ιδίαν συνομιλίες τους- είναι πιθανόν να γίνει αποδεκτό. Η ελληνική αποδοχή της εταιρείας ενισχύει τις πιθανότητες καθώς βοηθά στην εκπλήρωση των απαραίτητων κριτηρίων.
Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Η Scope έβαλε την Ελλάδα στον προθάλαμο της αναβάθμισης στην πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα πρόσφατα, αναβαθμίζοντας τις προοπτικές σε θετικές και διατηρώντας το «ΒΒ+». Αυτό μεταφράζεται συνήθως σε αναβάθμιση μέσα στους επόμενους 12 με 18 μήνες.
Είναι λοιπόν πιθανόν η ίδια να γίνει δεκτή στο κλαμπ των οίκων αξιολόγησης της ΕΚΤ το επόμενο διάστημα και να προχωρήσει σε αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2023 ή μέχρι τα μέσα του 2024. Υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν θα υπάρξει δημοσιονομικός εκτροχιασμός ή κάποιο άλλο αρνητικό γεγονός. Κάτι τέτοιο θα ανοίξει τον δρόμο για έναν ακόμη μεγάλο οίκο αξιολόγησης να κάνει το ίδιο.
Φυσικά, η αναβάθμιση δεν είναι πανάκεια και δεν νομίζουμε ότι θα οδηγήσει σε μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου. Θα είναι όμως ένα σημαντικό γεγονός. Ιδίως για τα τραπεζικά ιδρύματα στο κόστος δανεισμού τους και το δημόσιο.
Μια μικρή επένδυση στην Scope που ξεκίνησε σιγά σιγά πριν από χρόνια και κορυφώθηκε πέρυσι-πρόπερσι μπορεί να εξοικονομήσει δισ. ευρώ στο δημόσιο σε βάθος χρόνου.