Τη δεκαετία του 1990, που η Ελλάδα προσπαθούσε να ικανοποιήσει τα κριτήρια ονομαστικής σύγκλισης για την είσοδό της στην ΟΝΕ, οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους ξεπερνούσαν το 6%-7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Το δημόσιο χρέος πλησίασε το 100% του ΑΕΠ προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας, αν δεν μας απατά η μνήμη. Στα τέλη του 2021, το ελληνικό δημόσιο χρέος ξεπερνούσε το 190% του ΑΕΠ αλλά οι τόκοι που πλήρωσε η χώρα ανέρχονταν σε 5,5 δισ. ευρώ περίπου ή 3% του ΑΕΠ. Μέρα με τη νύχτα δηλαδή. Αυτό οφείλεται στο πολύ χαμηλότερο κόστος δανεισμού και στις διευθετήσεις που έγιναν, ξεκινώντας από την αναδιάρθρωση του χρέους το 2012 και συνεχίζοντας με τις επόμενες συμφωνίες του 2017 και του 2018.
Όλα αυτά μάς ήρθαν στο νου κοιτάζοντας τα νούμερα του φετινού κρατικού προϋπολογισμού που εμφανίζουν σημαντική υπέρβαση των καθαρών εσόδων κατά 4,5 δισ. ευρώ στο 9μηνο, που συνοδεύονται από μικρή υποχώρηση των κρατικών δαπανών. Αυτός είναι ο λόγος που το έλλειμμα είναι αρκετά μικρότερο από τον στόχο στο 9μηνο, προκαλώντας ικανοποίηση στους κυβερνώντες και όχι μόνο. Σε μεγάλο βαθμό, το συγκεκριμένο αποτέλεσμα οφείλεται στον μέσο πληθωρισμό καθώς πλησιάζει το 9% σε 12μηνη βάση και όλα δείχνουν ότι θα κυμανθεί μεταξύ 9,5% και 10% το 2022.
Η αύξηση των τιμών αυγατίζει τα κρατικά έσοδα από έμμεσους φόρους, π.χ. ΦΠΑ και ΕΦΚ, και σ’ αυτήν έρχεται να προστεθούν τα έξτρα έσοδα από τη σημαντική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας. Εξυπακούεται ότι η επίπτωση στον κρατικό προϋπολογισμό είναι πιο ξεκάθαρη όταν δεν συνοδεύεται από αυξήσεις στους μισθούς του δημοσίου και στις συντάξεις. Όμως, το τελευταίο δεν είναι πολιτικά αποδεκτό σε βάθος χρόνου.
Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που επωφελείται. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν προχωρήσει σε αναθεώρηση των αρχικών εκτιμήσεων για τα δημοσιονομικά ελλείμματα της φετινής χρονιάς παρά τις επιπρόσθετες κρατικές δαπάνες για επιχορηγήσεις καυσίμων, ρεύματος κ.λπ. για τους ίδιους λόγους. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί πως είναι μία από τις δύο θετικές πλευρές του πληθωρισμού. Η άλλη είναι η ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ και το «έμμεσο» κούρεμα για όσους εξυπηρετούν δάνειο με σταθερό επιτόκιο.
Όμως, η ιστορία διδάσκει ότι η ευνοϊκή επίπτωση που μπορεί να έχει ο πληθωρισμός στα κρατικά έσοδα δεν διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κι αυτό γιατί ο πληθωρισμός διαβρώνει συνήθως τον ρυθμό ανάπτυξης καθώς ο χρόνος κυλά. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα κρατικά έσοδα αρχίζουν να υποχωρούν και οι αυταπάτες διαλύονται.