Πριν από μερικές εβδομάδες, όταν η ΑΑΔΕ είχε ανακοινώσει ότι η διασύνδεση τα ταμειακών μηχανών με τα POS θα ξεκινούσε την 1η Ιανουαρίου του 2023, είχαμε επισημάνει ότι η επόμενη χρονιά είναι εκλογική και δεν θα μας εξέπληττε αν η εφαρμογή της απόφασης αναβαλλόταν για το 2ο εξάμηνο. Όταν οι επίσημες αρχές κωλυσιεργούν από το 2014 και πιο πρόσφατα επικαλούνται τα προβλήματα της πανδημίας να μην το κάνουν πράξη από τον Μάρτιο του 2020, δεν είναι δύσκολο να προβλέψεις τι θα συμβεί.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και χθες η ΑΑΔΕ δικαίωσε το σκεπτικό μας, προβάλλοντας το επιχείρημα των τεχνικών δυσκολιών και των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης για αντικατάσταση κάπου 380.000 ταμειακών μηχανών. Κι όλα αυτά σε μια υπερχρεωμένη χώρα που μοίρασε πάνω από 50 δισ. ευρώ σε κάθε πικραμένο με επίκληση της πανδημίας. Αυτό σημαίνει ότι μερικές εκατοντάδες εκατ. ευρώ που ενδεχομένως θα μπορούσαν να εισρεύσουν στον κρατικό κορβανά, από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής θα λείψουν του χρόνου. Κι όλα αυτά σε μια χρονιά που προμηνύεται δύσκολη καθώς μεγάλες οικονομίες-εταίροι μας στην ευρωζώνη, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, ρέπουν προς την ύφεση.
Πράγματι, η ελληνική οικονομία αναμένεται να υπεραποδώσει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το 2022 σε σχέση με τις περισσότερες οικονομίες της ευρωζώνης και αυτό είναι καλό. Αν όμως κοιτάξει κάποιος τις κινητήριες δυνάμεις πίσω από τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης του 8% το 2021 και 5,3%-6,2% το 2022, θα διαπιστώσει πως είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι εξαγωγές και σε μικρότερο βαθμό οι επενδύσεις. Και μπορεί πολλοί να ξεχωρίζουν τις εξαγωγές, αν όμως δεν ήταν η ιδιωτική κατανάλωση που αντιπροσωπεύει το 70% περίπου του ΑΕΠ (στοιχεία του 2021), η ανάπτυξη θα ήταν πετσοκομμένη. Θυμίζουμε ότι η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε με διψήφιο ρυθμό το οκτάμηνο του 2022 και το 2021 ενώ μειώθηκε με διψήφιο νούμερο το 2020, που η ελληνική οικονομία κατέγραψε μία από τις τρεις βαθύτερες υφέσεις στην ευρωζώνη. Με άλλα λόγια, όπως πάει η ιδιωτική κατανάλωση, έτσι πάει η ελληνική οικονομία παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις περί αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου.
Είναι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος πως η ιδιωτική κατανάλωση θα συνεχίσει να αυξάνεται ικανοποιητικά του χρόνου. Με τον πληθωρισμό να ροκανίζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, τα όποια κέρδη στην απασχόληση να είναι περιορισμένα στην καλύτερη περίπτωση και τις αυξήσεις μισθών να υπολείπονται των αυξήσεων στις τιμές των βασικών αγαθών και της ενέργειας. Τα εισοδήματα από την παραοικονομία μπορεί να βοηθήσουν, όπως και η αρνητική αποταμίευση. Όμως, τα πρώτα θα περιορισθούν αν ο τουρισμός δεν πάει τόσο καλά όσο φέτος.
Κυβέρνηση και αναλυτές ποντάρουν πολλά στις επενδύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ακόμη κι αν έχουν δίκιο, το μέγεθος των επενδύσεων είναι μικρό ως προς το ΑΕΠ και το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα διαχέεται σε βάθος χρόνου. Από την άλλη, το αυξημένο κόστος χρήματος και η ακριβή ενέργεια δεν ευνοούν τις επενδύσεις. Οι εξαγωγές δείχνουν να έχουν αντοχή αλλά θα δοκιμασθούν επίσης αν η ευρωζώνη τελματώσει ενώ οι εισαγωγές αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό ή μεγαλύτερο.
Επομένως, η επίδοση της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την ιδιωτική κατανάλωση την επόμενη χρονιά. Αυτό την καθιστά επίφοβη, χωρίς καν να συνυπολογίσουμε την πολιτική αβεβαιότητα και το ρίσκο των εκλογών. Αν όμως η οικονομία δεν πάει καλά, τα δημοσιονομικά δεν θα πάνε καλά και τότε τα δυνητικά επιπλέον έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, π.χ. μέσω σύμπτυξης ταμειακών μηχανών και POS, θα λείψουν περισσότερο.
Καλώς ή κακώς, τα εισοδήματα δεν αυξάνονται σε βιώσιμη βάση, όταν η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κατανάλωση, χωρίς να υποστηρίζεται από ανάλογη παραγωγική βάση.