Η αγορά μας στέλνει προειδοποιητικά μηνύματα αλλά εμείς συνεχίζουμε το χαβά μας σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Κοινώς, χαλαρώνουμε.
Το κόστος δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας έχει ανέβει κατακόρυφα. Αυτό εξηγεί γιατί οι ιθύνοντες δεν βγαίνουν στις αγορές ακόμη και για ένα μικρό ποσό της τάξης του 1 δισ. ευρώ μαζί φυσικά με το «μαξιλάρι ρευστότητας» των 30-40 δισ. ευρώ που τους παρέχει ελευθερία κινήσεων. Οι ιθύνοντες εμφανίζονται καθησυχαστικοί και έχουν δίκιο. Τα ετήσια τοκοχρεολύσια μέχρι το 2032 είναι χαμηλά, το κόστος δανεισμού του Δημοσίου μπορεί να μειωθεί με την χρήση παραγώγων (swaps) και τέλος με την χρήση του «μαξιλαριού ρευστότητας».
Όμως, το μεγάλο πρόβλημα από την κατακόρυφη αύξηση του κόστους δανεισμού του κράτους εντοπίζεται στον ιδιωτικό τομέα. Τα ομόλογα των τραπεζών και των άλλων ελληνικών επιχειρήσεων που έχουν εκδώσει ομόλογα έχουν δεχθεί μεγάλες πιέσεις με αποτέλεσμα να δίνουν διψήφιες αποδόσεις. Όταν λοιπόν οι τράπεζες δανείζονται από τις αγορές με διψήφιες αποδόσεις, πώς θα δανείσουν μεγάλες επιχειρήσεις-πελάτες τους με μονοψήφια επιτόκια; Επιπλέον, όσοι επενδυτές είχαν αγοράσει αυτά τα ομόλογα και θελήσουν να τα ρευστοποιήσουν θα υποστούν μεγάλες απώλειες. Επιπλέον, οι ιδιώτες δεν θα πρέπει να αισθάνονται χαρούμενοι με την τιμολόγηση αυτών των ομολόγων κατά την έκδοση από τις τράπεζες. Ακόμη, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν στα βιβλία τους ελληνικά κρατικά ομόλογα συνολικού ύψους 20 δισ. ευρώ περίπου. Λογιστικά, μπορεί να μην καταγράφουν ζημιές από την πτώση των τιμών των χρεογράφων γιατί τις έχουν στο χαρτοφυλάκιο διακράτησης μέχρι την λήξη. Όμως, οι αναλυτές δεν μπορεί να μην τα αποτιμήσουν στην αγοραία αξία τους και αυτό θα επηρεάσει την χρηματιστηριακή αξία τους.
Όμως, η μπάλα δεν σταματάει εδώ. Πρόσφατα, η Ιταλία εξέλεξε μια νέα κυβέρνηση που αποτελείται από τρία κόμματα της εθνικιστικής Δεξιάς και της κεντροδεξιάς. Η αγορά ομολόγων την υποδέχθηκε ψυχρά. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η αγορά έφερε την απόδοση του 10ετούς ιταλικού ομολόγου στο 4,8%, έχοντας ενσωματώσει τον αναμενόμενο πολιτικό κίνδυνο. Την ίδια στιγμή, η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου ακούμπησε το 5% χωρίς να ενσωματώνει τον ελληνικό πολιτικό κίνδυνο.
Είναι εύλογο λοιπόν να αναρωτηθεί κάποιος μέχρι ποιο σημείο μπορεί να ανέβουν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων όταν ενσωματώσουν το πολιτικό ρίσκο, π.χ. αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, στις τιμές τους. Τι θα σημαίνει αυτό για τον ιδιωτικό τομέα και την ελληνική οικονομία; Μάλλον δύσκολες μέρες.
Κοντολογίς, οι αγορές στέλνουν μηνύματα μέσω της μεγάλης ανόδου των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων για να μην χαλαρώνουμε στα δημοσιονομικά. Όμως, εδώ συνεχίζουμε να χαϊδεύουμε τον κόσμο και στο τέλος θα πληρώσουμε τον λογαριασμό.