Σε αντίθεση με τον μέσο Αμερικανό ή άλλους που επενδύουν μέρος των χρημάτων τους στις μετοχές γιατί πιστεύουν ότι μεσοπρόθεσμα θα αποκομίσουν μεγαλύτερες αποδόσεις σε σχέση με τις καταθέσεις, ομόλογα κ.λπ., ο μέσος Έλληνας εμμένει στην παραδοσιακή συνταγή.
Ως γνωστόν, τα ακίνητα έρχονται πρώτα στην επιλογή των Ελλήνων και ακολουθούν οι καταθέσεις. Μετοχές, ομόλογα, εμπορεύματα κ.λπ. έπονται.
Όταν σκεφτόμαστε όλα αυτά, αναρωτιόμαστε ταυτόχρονα πόσο διαφορετική θα ήταν η επενδυτική συμπεριφορά της μεγάλης μάζας των Ελλήνων, αν δεν είχε μεσολαβήσει το κραχ του Χρηματιστηρίου Αθηνών το 1999.
Η άσχημη εμπειρία που είχαν με τις μεγάλες ζημιές δεν απομάκρυνε απλά πολλούς από την ελληνική κεφαλαιαγορά. Τους έκανε ακόμη πιο συντηρητικούς στη διαχείριση των ρευστών διαθεσίμων τους.
Έτσι, εξηγείται σε κάποιο βαθμό πως αυξάνονται οι τραπεζικές καταθέσεις, με τα ονομαστικά επιτόκια λίγο πάνω από το μηδέν και τα πραγματικά σε αρνητικό έδαφος. Δεν θέλουν να αναλάβουν έξτρα ρίσκο.
Θυμίζουμε ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 6,1% σε 183 δισ. ευρώ τον Ιούλιο, εκ των οποίων 137,4 δισ. ανήκαν σε νοικοκυριά. Τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 180 δισ. ευρώ και 135,1 δισ. στο τέλος του 2021.
Με τον πληθωρισμό να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών και να δείχνει σημάδια επιμονής, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως η ΕΚΤ και η Fed, είναι αναγκασμένες να αυξάνουν τα επιτόκια παρέμβασης περαιτέρω.
Ο βαθμός ελευθερίας στις κινήσεις τους δεν είναι ίδιος. Η ΕΚΤ έχει ασφαλώς μικρότερα περιθώρια κινήσεων καθώς θα πρέπει να λάβει υπόψη τις επιπτώσεις στις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωπεριφέρειας.
Με τον μέσο πληθωρισμό στην ευρωζώνη να εκτιμάται πως θα κυμανθεί μεταξύ 7% και 9% το 2022 και το επίσημο επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ στο 0,75% σήμερα, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι τα βραχυπρόθεσμα πραγματικά επιτόκια θα παραμείνουν αρνητικά για πολύ καιρό ακόμη. Ακόμη κι αν η ΕΚΤ το αυξήσει στο 3%-4%, ακολουθώντας τη Fed σ’ ένα ακραίο σενάριο.
Το ντιλ είναι ακόμη χειρότερο για τους καταθέτες, γιατί τα λεφτά τους χάνουν αγοραστική δύναμη. Ιδίως σε χώρες με λίγα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα που διαθέτουν άπλετη ρευστότητα και σχετικά λίγες νέες καλές επιλογές χρηματοδότησης χωρίς κρατική εγγύηση, όπως στην Ελλάδα.
Και να φαντασθεί κανείς ότι οι καταθέτες δεν βγήκαν κερδισμένοι ούτε την προηγούμενη περίοδο, που ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός και οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες συμπίεσαν τα επιτόκια παρέμβασής τους στο μηδέν ή και κάτω από αυτό.
Σε αντίθεση με τους δανειολήπτες που βρήκαν φθηνή χρηματοδότηση. Τουλάχιστον, στις χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης.
Είναι ολίγον οξύμωρο ότι οι καταθέτες χάνουν κάτω κι από το καθεστώς του χαμηλού πληθωρισμού ή αποπληθωρισμού και απ’ αυτό του υψηλού πληθωρισμού.
Αυτό όμως δύσκολα θα αλλάξει, αν δεν μεταμορφωθούν σε επενδυτές με έστω συντηρητικό προφίλ. Ιδίως στην Ελλάδα, που πολλοί έχουν ακόμη μνήμες του κραχ του 1999.