Η Δευτέρα δεν ήταν μια καλή ημέρα για την ΕΕ και την Ελλάδα ασφαλώς.
Η τιμή του συμβολαίου φυσικού αερίου TTF παράδοσης Οκτωβρίου έκλεισε στα 246 ευρώ περίπου χθες από 214,6 ευρώ την Παρασκευή, καταγράφοντας αύξηση 14,5%, στον απόηχο της διακοπής της ροής του ρωσικού αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream I.
Αν και έχει υποχωρήσει σχεδόν 30% από το υψηλό επίπεδο των 348,785 ευρώ που είχε ανέλθει στις 26 Αυγούστου, η τιμή έχει αυξηθεί 734% από τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν είχε υποχωρήσει στα 29,5 ευρώ περίπου.
Χθες, η αγορά έδινε το προθεσμιακό συμβόλαιο του ολλανδικού TTF στα 198-200 ευρώ το καλοκαίρι του 2023, δηλ. ανέμενε περιορισμένη αποκλιμάκωση των τιμών.
Ακόμη κι έτσι, το κόστος είναι πολύ μεγάλο για την ελληνική οικονομία. Με τη μέση τιμή στα 200 ευρώ η μεγαβατώρα και την ετήσια κατανάλωση στις 70 τεραβατώρες, η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσει 14 δισ. ευρώ για εισαγωγές φυσικού αερίου.
Με την τιμή στα 30 ευρώ, το ετήσιο κόστος ήταν 2,1 δισ. ευρώ, δηλ. κάπου 7 φορές περισσότερα, που στερούν πόρους από την οικονομία.
Με τις τιμές της ενέργειας στα ύψη, είναι λογικό να υπάρχουν έντονες πληθωριστικές πιέσεις που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αντίδρασης στην ΕΚΤ.
Είναι λοιπόν εύλογο να πιέζονται τα ομόλογα και ιδίως εκείνα της ευρωπεριφέρειας, που είναι οι αδύναμοι κρίκοι. Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου συνέχισε ανοδικά στο 4,28% και πλέον δεν βρίσκεται μακριά από το φετινό υψηλό του 4,65% στα μέσα Ιουνίου.
Το υψηλότερο κόστος δανεισμού του Δημοσίου δεν είναι καλό νέο. Όμως, τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται στις ιδιωτικές εταιρείες που θα ήθελαν να βγουν να δανεισθούν στην αγορά.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση διοχετεύει τα επιπλέον έσοδα του αναμενομένου που εισπράττει ο φετινός κρατικός προϋπολογισμός λόγω ανάπτυξης σε διάφορα μέτρα και παροχές, με κύριο στόχο την άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης.
Το ίδιο αναμένεται να γίνει με τα μέτρα που θα ανακοινώσει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ.
Είναι ο περιβόητος δημοσιονομικός χώρος. Τώρα, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιος χώρος για έξτρα παροχές, όταν η χώρα έχει αξιοσημείωτο έλλειμμα και υπερβολικό δημόσιο χρέος είναι κάτι που χαρακτηρίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Όμως, δεν μπορούμε να ζούμε για πάντα πάνω στο συννεφάκι.
Η ενεργειακή κρίση επιμένει, η οικονομία της ευρωζώνης βαίνει πιθανόν προς ύφεση και η ελληνική εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί σημαντικά το 2023.
Οσο αυτό το σκηνικό δεν αλλάζει προς το καλύτερο και η υποχρέωση για μικρό πρωτογενές πλεόνασμα παραμένει για το 2023, είναι θέμα χρόνου -μετά τις εκλογές ενδεχομένως- να σφίξουν τα λουριά.
Οι δύσκολες αποφάσεις είναι μπροστά μας. Απλά, δεν ξέρουμε πόσο κοντά μας, γιατί δεν γνωρίζουμε τον χρόνο των εκλογών.