Πριν από λίγο καιρό είχαμε επισημάνει, επικαλούμενοι το Ινστιτούτο Bruegel των Βρυξελλών, ότι η υπερχρεωμένη Ελλάδα είχε δαπανήσει τα περισσότερα χρήματα, περίπου το 3,6% του ΑΕΠ, για τη στήριξη των νοικοκυριών από την ενεργειακή κρίση μέχρι σχετικά πρόσφατα.
Ως γνωστόν, για το ρεύμα, η μεγαλύτερη επιδότηση παρέχεται στα νοικοκυριά και ακολουθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι μεγάλες εταιρείες τυγχάνουν μικρότερης στήριξης.
Το δημοσιονομικό κόστος για την επιδότηση του ρεύματος εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει έως 2 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2022, εκ των οποίων 700-800 εκατ. ευρώ αφορούν τον Σεπτέμβριο.
Όμως, δεν είναι μόνο η επιδότηση του ρεύματος. Το κράτος επιδοτεί ακόμη τους καταναλωτές φυσικού αερίου και τη βενζίνη.
Με τις προθεσμιακές τιμές του ρεύματος σε 12 μήνες από σήμερα να χτυπάνε κόκκινο στη Γερμανία και τη Γαλλία και την τιμή του φυσικού αερίου (TTF) να βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα στην Ευρώπη, το ερώτημα είναι εύλογο.
Μπορεί να συνεχίσει η Ελλάδα να αμβλύνει τις επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών του ρεύματος στα νοικοκυριά και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το 2023;
Από ταμειακής σκοπιάς, η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφατική, ισχυρίζονται οι επαΐοντες. Η χώρα διαθέτει ένα μαξιλάρι ρευστότητας 40 δισ. ευρώ περίπου και μπορεί να βγει στις αγορές για να δανεισθεί μερικά δισ. ευρώ, αν χρειασθεί, με τη δυνητική στήριξη της ΕΚΤ.
Από δημοσιονομικής πλευράς, όμως, η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική. Κι αυτό γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγήσει τον κρατικό προϋπολογισμό σε πρωτογενές έλλειμμα το 2023, με την οικονομία να επιβραδύνεται αισθητά ή να είναι στάσιμη.
Επομένως, είτε η χώρα δεν θα επιδοτεί το ρεύμα όπως κάνει σήμερα, είτε ο προϋπολογισμός θα καταγράψει πρωτογενές έλλειμμα αντί πλεονάσματος 1% του ΑΕΠ όπως προβλέπεται.
Εκτός κι αν προκύψει ευρωπαϊκή λύση με κοινοτική χρηματοδότηση.
Όμως, η μπάλα δεν σταματάει εδώ. Δυστυχώς, δεν θα πρέπει να ανησυχούμε μόνο για τον χειμώνα του 2022 αλλά κι άλλους χειμώνες, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Shell-Total, της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής πετρελαϊκής εταιρείας, Ben van Beurden.
Ο τελευταίος, που ξέρει πολύ περισσότερα για το θέμα, τόνισε ότι οι πιέσεις στον ενεργειακό εφοδιασμό δεν θα είναι δυνατόν να περιοριστούν «σε μόλις έναν χειμώνα».
«Πιθανότατα θα έχουμε αρκετούς χειμώνες όπου θα πρέπει να βρούμε κάποιες λύσεις, μέσω εξοικονόμησης για καλύτερη αποδοτικότητα, μέσω διακοπών στην παροχή και μιας πολύ πολύ γρήγορης δημιουργίας εναλλακτικών λύσεων», δήλωσε, προσθέτοντας το ότι «θα είναι εύκολο ή θα τελειώσει, νομίζω ότι ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας, ας το ξεχάσουμε».
Με άλλα λόγια, ο χειμώνας του 2022-2023 θα είναι δύσκολος αλλά έρχονται κι άλλοι τέτοιοι χειμώνες, σύμφωνα με τον επικεφαλής της Shell-Total.
Επομένως, το θέμα της κρατικής στήριξης και των δυνατοτήτων που υπάρχουν δεν είναι μιας χρονιάς αλλά περισσότερων, αν έχει δίκιο.
Δεν είναι η καλύτερη εξέλιξη ούτε για τα νοικοκυριά που θα αναζητούν διέξοδο από τις υψηλές τιμές ρεύματος, ορυκτών καυσίμων, περιορίζοντας άλλες καταναλωτικές δαπάνες τους, ούτε για τις κυβερνήσεις που θα εισπράττουν τις διαμαρτυρίες τους.