Το νέο ότι πιάστηκε πιτσαρία στην Αργυρούπολη να μην έχει κόψει πάνω από 58 χιλ. αποδείξεις συνολικής αξίας 635 χιλ. ευρώ πλέον ΦΠΑ 131 χιλ. ευρώ για παραγγελίες που είχε πάρει μέσω πλατφόρμας την περίοδο 2017-2019 έγινε αντικείμενο συζήτησης πριν από λίγο καιρό. Πολλοί γέλασαν με νόημα όταν το άκουσαν και άλλοι εκνευρίσθηκαν ενώ όλοι υποψιάζονται τι γίνεται.
Ο καθένας μπορεί να υποθέσει τι τζίρους έκανε η συγκεκριμένη πιτσαρία σε άλλες χρήσεις, π.χ. κατά την περίοδο της πανδημίας που πολύς κόσμος έμενε σπίτι. Δεν θα μας εξέπληττε μάλιστα ως «πληττόμενη» επιχείρηση να έχει λάβει κρατική στήριξη από τα δανεικά που θα κληθούν να αποπληρώσουν τα γνωστά υποζύγια στο μέλλον. Ούτε θα μας εξέπληττε αν ο ιδιοκτήτης ή ιδιοκτήτες της πιτσαρίας δήλωναν εισοδήματα αρκετά μικρότερα των 10 χιλ. ευρώ ετησίως επι σειρά ετών και εισέπρατταν άλλα επιδόματα. Άλλωστε, 9 στους 10 δηλώνουν εισοδήματα κάτω των 10 χιλ. ευρώ, κοροϊδεύοντας το κράτος μπροστά στα μάτια του.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 49,2% των επιχειρήσεων και επιτηδευματιών που ελέγχθηκαν το 2021 απέκρυπταν φορολογητέα ύλη σύμφωνα με την έκθεση της ΑΑΔΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο Απρίλιο. Πρώτοι στη λίστα τα τουριστικά καταλύματα με το ποσοστό παραβατικότητας να ξεπερνά το 82% αν θυμόμαστε καλά. Προφανώς, ανήκουν στη κατηγορία των «πληττόμενων» που συνεχίζουν να παίρνουν μαζί με άλλους του κλάδου κρατική επιδότηση για κεφάλαιο κίνησης, αποπληρωμή επιχειρηματικών δανείων κ.τ.λ. ακόμη και το 2022 που ίσως αποδειχθεί χρονιά-ρεκόρ για τον τουρισμό.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η φοροδιαφυγή στο ΦΠΑ ξεπερνά τα 5,3 δισ. ευρώ ετησίως που είναι ίσος με τα έσοδα δυο ετών περίπου από τον ΕΝΦΙΑ. Η Ελλάδα έχει χάσει έσοδα άνω των 120 δισ. ευρώ από τον ΦΠΑ το διάστημα 2001-2019 και πιθανόν περισσότερα από το φόρο εισοδήματος. Με αυτά τα έξτρα έσοδα θα μπορούσε θεωρητικά είτε να είχε βγεί πολύ νωρίτερα από τα μνημόνια, είτε να μην είχε μπεί καθόλου, είτε να μείωνε δραστικά τους φορολογικούς συντελεστές εισοδήματος.
Παρ’ όλα αυτά από τα πρώτα μελήματα των ιθυνόντων είναι να ανταμείψουν με μειώσεις φόρων όσους έχουν κάνει την φοροδιαφυγή εθνικό σπόρ για τις ψήφους τους. Δεν εκπλήσσει λοιπόν που οι ελληνικές επιχειρήσεις προτιμούν να είναι μικρές καθώς φοροδιαφεύγουν, εισφοροδιαφεύγουν και γενικά ευνοούνται από το μπέρδεμα του πορτοφολιού της εταιρείας με εκείνο της οικογένειας.
Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν επιχειρηματίες που προσπαθούν για το καλύτερο χωρίς να αγνοούν τους κανόνες της εταιρικής διακυβέρνησης. Φοβόμαστε όμως ότι είναι η μειοψηφία. Υπο αυτές τις συνθήκες, η κεντρική διοίκηση θα έπρεπε να αλλάξει πολλά στον τρόπο που φορολογεί τις επιχειρήσεις και τους επιτηδευματίες.