Οι κυβερνήσεις στην ΕΕ έχουν εφαρμόσει ή εφαρμόζουν μέτρα για την προστασία των καταναλωτών και των επιχειρήσεών τους από τη μεγάλη αύξηση των τιμών χονδρικής της ενέργειας. Καθεμία ακολουθεί τη δική της εθνική πολιτική.
Όμως, υπάρχει μια χώρα που ξεχωρίζει. Η Ελλάδα. Η πιο υπερχρεωμένη χώρα στην ΕΕ εμφανίζεται να έχει δαπανήσει τα περισσότερα χρήματα ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο Σεπτεμβρίου 2021 και Ιουνίου 2022 γι' αυτό τον σκοπό, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ινστιτούτου Bruegel. H Ελλάδα έχει δαπανήσει πάνω από 6 δισ. ευρώ ή πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ για την προστασία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τις αυξημένες τιμές της ενέργειας. Ακολουθεί από κοντά η Ισπανία και έπεται η Ρουμανία, με τις Τσεχία και Σουηδία να έχουν δώσει τις μικρότερες επιδοτήσεις. Εκπληξη για μας αποτελεί η Κύπρος. Η τελευταία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη δημοσιονομική κατάσταση από την Ελλάδα αλλά έχει διαθέσει για επιδοτήσεις μόλις το 0,7% περίπου του ΑΕΠ της.
Οι επιδοτήσεις ανακουφίζουν μεν για όσο διάστημα κρατάνε, αλλά αποθαρρύνουν την εξοικονόμηση ενέργειας από εισαγόμενα καύσιμα όπως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Μ' αυτό τον τρόπο συμβάλλουν στη διεύρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εισαγωγές αγαθών κατέγραψαν αύξηση κατά 48,2% σε τρέχουσες τιμές το πεντάμηνο Ιανουάριος-Μάιος, αλλά χωρίς τα καύσιμα αυξήθηκαν κατά 33,8%.
Και ασφαλώς υπάρχει το δημοσιονομικό αποτύπωμα στον κρατικό προϋπολογισμό και στο δημόσιο χρέος. Η κυβέρνηση είχε προβλέψει το ποσό του 1 δισ. ευρώ ως κρατική επιδότηση για το ρεύμα το 2ο εξάμηνο του 2022. Όμως, η επιδότηση του Αυγούστου ξεπέρασε το 1,1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 300 εκατ. ευρώ +/- 50 εκατ. θα προέλθουν από τον κρατικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με επαΐοντα. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική κρατική επιδότηση του 2ου εξαμήνου οδεύει προς το 1,5 δισ. ευρώ. Μάλιστα, ο λογαριασμός για τον κρατικό προϋπολογισμό δεν αποκλείεται να σκαρφαλώσει σε υψηλότερα επίπεδα φέτος καθώς η Ρωσία παίζει όλα τα χαρτιά της, κλείνοντας την κάνουλα του φυσικού αερίου προς τη Δυτική Ευρώπη. Όσον αφορά το 2023 δεν υπάρχει πρόβλεψη για επιδότηση στον προϋπολογισμό (με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας), που εκτιμάται ότι θα παραγάγει πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ περίπου.
Δεν βαριέσαι, αδελφέ, θα έλεγε κάποιος. Ας κοιτάξουμε πώς να τη βγάλουμε σήμερα και έχει ο Θεός για την επόμενη χρονιά ή την παρεπόμενη. Είναι η λογική του ωχαδερφισμού που αρέσκεται να μην αντιμετωπίζει τα προβλήματα εν τη γενέσει τους αλλά να τα μεταθέτει στο μέλλον, κλωτσώντας το τενεκεδάκι, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες. Μ' αυτό τον τρόπο φορτώνουμε τα βάρη στις μελλοντικές γενεές, για να μην επηρεασθεί η τωρινή, δική μας κατανάλωση.
Αναμφίβολα, η ισορροπία μεταξύ προστασίας από τις υψηλές τιμές της ενέργειας και των παρενεργειών των επιδοτήσεων σε άλλα μεγέθη δεν είναι εύκολη υπόθεση. Έτσι όπως το πάμε όμως, μάλλον πυροβολούμε τα πόδια μας και δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει.