Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ο Γερμανός οικονομολόγος Ντάνιελ Γκρος, ο οποίος είναι σήμερα Διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής, μιας ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης, είχε υποστηρίξει την εξής άποψη. Αν το εξωτερικό χρέος -το σύνολο των υποχρεώσεων που οφείλουν οι κάτοικοι σε μη κατοίκους- έχει σημασία μεγαλύτερη από το δημόσιο χρέος, η κύρια μεταβλητή που θα πρέπει να αναπροσαρμοσθεί είναι το εξωτερικό έλλειμμα και όχι το δημοσιονομικό έλλειμμα. Ο ίδιος είχε φέρει ως παράδειγμα το Βέλγιο, που είχε δημόσιο χρέος πάνω από το 100% του ΑΕΠ αλλά τα ασφάλιστρα κινδύνου (risk premia) στα ομόλογά του ήταν χαμηλά. Ακόμη και την περίοδο του ενός χρόνου που δεν είχε τότε εκλεγμένη κυβέρνηση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Ιαπωνία, που έχει υψηλό δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ, ξεπερνώντας το 200%, αλλά πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το εξωτερικό χρέος της χώρας ανερχόταν σε 565 δισ. ευρώ στο τέλος του 1ου τριμήνου του 2022, αυξημένο κατά 64 δισ. ευρώ (!) περίπου από το τέλος του 2021. Σε σχέση με το τέλος του 2019, δηλ. πριν από την πανδημία, το εξωτερικό χρέος έχει αυξηθεί κατά 117 δισ. ευρώ (!!!) περίπου παρά τη μείωση των υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης κατά 15 δισ. ευρώ περίπου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι συμπεριλαμβάνονται οι υποχρεώσεις της TτΕ προς το ευρωσύστημα που συνδέονται με το TARGET. H επιτοκιακή διαφορά (spread) του 10ετούς ελληνικού ομολόγου από το αντίστοιχο γερμανικό βρίσκεται στις 237 μονάδες βάσης έναντι 154 μονάδων στο τέλος του 2021. Μια ποσοστιαία μονάδα ισούται με 100 μονάδες βάσης.
Σύμφωνα με τον κ. Γκρος, ο έλεγχος του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου καθίσταται απαραίτητος σε μια τέτοια περίπτωση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε μείωση κατά 356,6 εκατ. ευρώ το 2021 σε σχέση με το 2020 και διαμορφώθηκε σε 10,6 δισ. ευρώ ή 5,7% του ΑΕΠ. Όμως, το τετράμηνο Ιανουαρίου - Απριλίου 2022, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε σημαντικά κατά 3,3 δισ. ευρώ σε 9,1 δισ. ευρώ. Κι αυτό παρά την εντυπωσιακή βελτίωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου την ίδια περίοδο καθώς οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 45% έναντι 31,4% περίπου των εξαγωγών. Χωρίς τα καύσιμα, η αύξηση είναι παρόμοια. Φυσικά, το έλλειμμα απέχει πολύ από το 14% του ΑΕΠ που είχε ανέλθει το 2008. Πέρυσι, το έλλειμμα ήταν μεγαλύτερο από το ανώτατο όριο διακύμανσης 5% ως προς το ΑΕΠ της περιόδου 1960-2000.
Η αύξηση του εξωτερικού χρέους συνοδεύεται από ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το χειρότερο είναι ότι η χρηματοδότησή τους στην περίπτωση της Ελλάδος δεν γίνεται από ροές κεφαλαίων που δεν δημιουργούν χρέος όπως οι ξένες άμεσες επενδύσεις (FDI). Επομένως, συσσωρεύεται χρέος που θα πρέπει να εξυπηρετηθεί και να αποπληρωθεί στη λήξη του. Για να συμβεί το τελευταίο, θα πρέπει οι εισροές κεφαλαίων να κατευθύνονται σε παραγωγικές επενδύσεις που προσφέρουν αποδόσεις μεγαλύτερες από το κόστος δανεισμού. Προφανώς, αυτό δεν θα συμβεί, αν οι εισροές κατευθύνονται στην κατανάλωση.
Πού καταλήγουμε; Η Ελλάδα δαπανά περισσότερα απ’ όσα παράγει και γι’ αυτό έχει χρόνια εξωτερικά ελλείμματα, που με τη σειρά τους δημιουργούν υψηλό εξωτερικό χρέος. Η ομαλή αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους οδηγεί σε μια περίοδο λιτότητας, που η συνολική δαπάνη θα πρέπει να είναι χαμηλότερη από την παραγωγή.