Μερικοί, οι λίγοι, ψηφίζουν με τα λεφτά τους και υπόκεινται στις συνέπειες των πράξεών τους. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τη μεγάλη πλειοψηφία -πολιτικούς, ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους και άλλους-, που εκφράζει άποψη χωρίς να ανησυχεί για τις συνέπειες. Για τους πρώτους, το αποκαλούμενο buy side στις αγορές, το λάθος πληρώνεται στο ταμείο. Για τους δεύτερους, δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Το περσινό καλοκαίρι, η βασική θέση των κεντρικών τραπεζών στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και των κυβερνήσεων ήταν πως η αύξηση των τιμών καταναλωτή θα ήταν προσωρινή και ο πληθωρισμός θα υποχωρούσε προς το τέλος του χρόνου. Στην ΕΚΤ είχαν την ίδια άποψη μέχρι και τις αρχές του 2022, σε αντίθεση με τη Fed στις ΗΠΑ που την εγκατέλειψε λίγους μήνες νωρίτερα.
Το κυρίαρχο αφήγημα που διαδέχθηκε εκείνο του «συγκυριακού πληθωρισμού» ήταν πως ο πληθωρισμός ήλθε για να μείνει. Γι’ αυτό τον λόγο, οι αγορές άρχισαν να προεξοφλούν επιθετικές αυξήσεις των παρεμβατικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.
Εδώ και λίγο καιρό, το αφήγημα μοιάζει να αλλάζει καθώς στο κάδρο μπαίνει η ύφεση με υποχώρηση του πληθωρισμού. Σύμφωνα με το τελευταίο στόρι, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες δεν θα αυξήσουν τα επιτόκια όσο οι επενδυτές προεξοφλούσαν λόγω ύφεσης. Π.χ. οι αγορές προεξοφλούν τώρα ότι το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα βρίσκεται κοντά στο 0,75% στο τέλος του 2022 από -0,5% σήμερα και εκτίμηση για 1,25% περίπου στα μέσα Ιουνίου.
Η κατρακύλα των χρηματιστηριακών δεικτών αποτυπώνει την αναπροσαρμογή των προσδοκιών για τον κίνδυνο ύφεσης και τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει στα κέρδη των εισηγμένων επιχειρήσεων. Επίσης, η υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων προεξοφλεί την αποδυνάμωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Ως συνήθως, όλα αυτά φαίνεται πως έχουν διαφύγει της προσοχής των περισσότερων στην Ελλάδα, αν και δεν θα έπρεπε, γιατί έρχονται κι εδώ με μια ολιγόμηνη χρονική υστέρηση. Όπως συνέβη με τον πληθωρισμό πέρυσι. Με 12%, η Ελλάδα έχει τώρα έναν από τους υψηλότερους πληθωρισμούς στην ευρωζώνη. Υπάρχει μεν χρονοκαθυστέρηση αλλά όχι διαφορετική τάση. Παρά λοιπόν τις ευοίωνες προβλέψεις για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μεταξύ 3% και 5% το 2022, χθες ο ΙΟΒΕ αναβάθμισε την πρόβλεψε σε 3,5% με 4%, το Χρηματιστήριο της Αθήνας (Χ.Α.) πνέει τα λοίσθια.
Ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. υποχωρεί 13,5% τις τελευταίες 30 μέρες και 14% από την αρχή του έτους. Ο τραπεζικός δείκτης, ο οποίος είναι ευαίσθητος στις διακυμάνσεις της οικονομίας, χάνει 28% και 25% αντίστοιχα. Αναμφίβολα, το Χ.Α. επηρεάζεται από τα ξένα χρηματιστήρια. Τα τελευταία προεξοφλούν επίσης τα μελλοντικά κέρδη των εισηγμένων επιχειρήσεων, που είναι συνάρτηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Όλες οι προβλέψεις που μιλούν για υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022 ποντάρουν πολλά στον τουρισμό. Όμως, ο τελευταίος εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την οικονομική κατάσταση των ξένων τουριστών. Αν λοιπόν οι αγορές έχουν δίκιο και πάμε σε μεγάλη επιβράδυνση και πολύ περισσότερο ύφεση στην ευρωζώνη τους επόμενους μήνες ή τρίμηνα, ο ελληνικός τουρισμός δεν θα μείνει αλώβητος.
Επομένως, η συμπεριφορά του Χ.Α. δικαιολογείται αν το σενάριο της ύφεσης είναι σωστό. Είναι μάλιστα λογικό να περιμένουμε υποχώρηση του πληθωρισμού, στον απόηχο της μειωμένης ζήτησης και επομένως υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων. Είναι όμως σωστό;
Με ορίζοντα τους 12 μήνες θα ξέρουμε.