Η ακρίβεια έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας, με τον δείκτη τιμών καταναλωτή να καταγράφει αυξήσεις που αρκετές Δυτικές χώρες, όπως η Ελλάδα, έχουν να δουν εδώ και δεκαετίες.
Πέρυσι, τέτοια εποχή, η Ελλάδα δεν είχε ακόμη πρόβλημα πληθωρισμού, όμως ο τελευταίος ξεπερνούσε το όριο του 2% της ΕΚΤ σε άλλες χώρες, π.χ. στη Γερμανία με 2,4% τον Μάιο του 2021. Τα εργοστάσια στην ευρωζώνη δέχονταν περισσότερες παραγγελίες από αυτές που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν και ταυτόχρονα αντιμετώπιζαν καθυστερήσεις στην παράδοση πρώτων υλών λόγω των προβλημάτων στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Επίσης, οι τιμές της ενέργειας είχαν αρχίσει να παίρνουν την ανιούσα. Παρόμοια και ακόμη πιο πιεστική ήταν η κατάσταση στις ΗΠΑ.
Ένα χρόνο αργότερα, ο πληθωρισμός βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ κι αλλού. Ως αποτέλεσμα, η μεν ΕΚΤ άλλαξε στάση και ανακοίνωσε αυξήσεις επιτοκίων από τον Ιούλιο, η δε Fed προχώρησε σε αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 0,75 μονάδες βάσης. Η τελευταία φορά που η Fed προχωρούσε σε τέτοια αύξηση ήταν 27 χρόνια νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 1994, και πρόεδρός της ήταν ο Αλαν Γκρίνσπαν.
Αν ο πληθωρισμός στα καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες είναι ένα καινούργιο φαινόμενο, ο πληθωρισμός στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων πάει πίσω δεκαετίες. Γι’ αυτό τον λόγο αρκετοί μιλάνε για σούπερ φούσκα. Ο διάσημος fund manager Jeremy Grantham είναι ένας από αυτούς. Ο ίδιος ανέφερε τον περασμένο Ιανουάριο πως οι ΗΠΑ βρίσκονται στην 4η σούπερ φούσκα των τελευταίων 100 χρόνων. Ο Grantham αναφερόταν στις μετοχές, στα ομόλογα, στα ακίνητα και εν μέρει σε κάποια εμπορεύματα. Από τότε ο μεν χρηματιστηριακός δείκτης S&P 500 χάνει πάνω από 20%, ο δε Nasdaq βρίσκεται σε καθοδική αγορά, με τις μισές από τις μετοχές των εταιρειών του να χάνουν πάνω από το 50% της αξίας τους.
Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η κατάσταση έχει τις ρίζες στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ειδικότερα στις αυξήσεις επιτοκίων από τη Fed το 1994, που προκάλεσαν αναταραχή στις αγορές ομολόγων/παραγώγων. Η αναταραχή στις αγορές τo 1994 άλλαξε το δόγμα της Fed. Από αυτό το χρονικό σημείο και μετά, η Fed επικοινωνούσε τις πολιτικές της στις αγορές. Οι αυξήσεις των παρεμβατικών επιτοκίων θα έπρεπε να είναι προσεκτικές για να έχουν την ελάχιστη επίπτωση στην αγορά, δηλ. να μην υπάρχει σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών. Αυτός ο κύκλος που ξεκίνησε το 1994 και περιελάμβανε τη χειραγώγηση των προσδοκιών των συμμετεχόντων στις αγορές από τη Fed οδήγησε σε μεγάλο, πολυετές ράλι στις μετοχές και στα ομόλογα. Ρευστότητες ύψους τρισ. δολαρίων, ευρώ κ.λπ. έπεσαν στις αγορές για να τονώσουν τις τιμές των κινητών αξιών και να ενισχύσουν τις δαπάνες νοικοκυριών μέσω της επίπτωσης στον πλούτο και των επιχειρήσεων. Όταν το σπέκουλο στις αγορές έμοιαζε να πνέει τα λοίσθια, η Fed και οι άλλοι έσπευδαν σε βοήθεια, με στόχο τη χαλάρωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών.
Όλα αυτά συνέβαιναν με τον πληθωρισμό στα αγαθά να βρίσκεται υπό έλεγχο. Με τις τιμές των μετοχών και των ομολόγων να αυξάνονται ταχύτερα από τις τιμές καταναλωτή, αυτή η δυναμική ήταν αυτοτροφοδοτούμενη και ήταν αποτέλεσμα της πλεονάζουσας παγκόσμιας ρευστότητας.
Με τον πληθωρισμό στα ύψη πλέον, το κυρίαρχο δόγμα στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής από τη Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες αλλάζει. Οι συνέπειες είναι άγνωστες καθώς ο κύκλος που ξεκίνησε το 1994 φθάνει στο τέλος του.