Οι αριθμοί δεν λένε ψέματα. Τα υπόλοιπα δανείων προς τον ιδιωτικό, μη χρηματοπιστωτικό κλάδο ήταν 12,6 τρισ. ευρώ στην ευρωζώνη πριν από την πανδημία και αβγάτισαν σε 13,5 τρισ. στο τέλος του 2021, εμφανίζοντας αύξηση 7% ή 900 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ESM. Λιγότερα από τα μισά νέα δάνεια είχαν κρατικές εγγυήσεις. Ο νέος δανεισμός ήταν μεγαλύτερος σε απόλυτα νούμερα αλλά μικρότερος από αυτόν που περίμεναν στην ΕΚΤ, όταν χαλάρωναν τους κεφαλαιακούς περιορισμούς στις τράπεζες κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ας έλθουμε τώρα στα νούμερα των ελληνικών τραπεζών την ίδια περίοδο. Τα υπόλοιπα της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκαν σε 153,786 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019 και υποχώρησαν σε 141,4 δισ. στο τέλος του 2020 και 109,216 δισ. τον Δεκέμβριο του 2021. Μιλάμε για μείωση της τάξης των 44,5 δισ. ευρώ ή 29% περίπου από το τέλος του 2019 μέχρι το τέλος του 2021. Σημειώνεται ότι τον Απρίλιο του 2022, το υπόλοιπο ήταν 109,779 δισ. ευρώ, δηλ. 560 εκατ. ευρώ πιο πάνω από το τέλος της προηγούμενης χρονιάς.
Ακόμη κι αν ληφθούν υπόψη οι τιτλοποιήσεις κ.λπ., το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό. Ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι κρατικές εγγυήσεις που δόθηκαν. Είναι αλήθεια ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν λόγους να είναι συντηρητικές στις χρηματοδοτήσεις τους. Κατ’ αρχάς έχουν τους υψηλότερους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ευρωζώνη παρά τη δραστική μείωσή τους τα τελευταία έτη και επιπλέον χαμηλή κερδοφορία.
Είναι λοιπόν επόμενο να διστάζουν να μειώσουν το απόθεμα κεφαλαιακής επάρκειας που διαθέτουν, από τη στιγμή που κουβαλάνε τέτοια δάνεια. Πολύ περισσότερο όταν μεγάλο κομμάτι των κεφαλαίων τους είναι οι αναβαλλόμενοι φόροι. Επιπλέον, οι διοικήσεις δεν θα ήθελαν να εκνευρίσουν τους μεγαλομετόχους των τραπεζών, προχωρώντας σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου σ’ ένα περιβάλλον αβεβαιότητας.
Αυτό εξηγεί γιατί οι συστημικές τράπεζες προτιμούν να χρηματοδοτούν τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους παρά το γεγονός ότι τα επιτοκιακά περιθώριά τους είναι μικρά και να δίνουν νέα δάνεια με κρατικές εγγυήσεις ή ενέχυρο τα ντουβάρια. Αφήνουν λοιπόν ένα κενό στην αγορά που μικρότερες τράπεζες όπως η Optima και η Παγκρήτια έχουν εντοπίσει και φιλοδοξούν να καλύψουν, αναλαμβάνοντας τους αναλογούντες κινδύνους, αν πιστέψουμε τα στελέχη τους. Τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Προφανώς, η τιμολόγηση τέτοιων και άλλων δανείων που δεν φέρνουν κρατική εγγύηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ομως, αυτή είναι η δουλειά των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αν δεν έχουν επαρκή αριθμό εξειδικευμένου προσωπικού, θα πρέπει να το βρουν ή να το δημιουργήσουν.