Στις αρχές της χρονιάς, όταν η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού κρατικού ομολόγου -του πιο σημαντικού ίσως δείκτη αναφοράς στις διεθνείς κεφαλαιαγορές- έφτασε το υψηλότερο επίπεδο για την περίοδο της πανδημίας (αν και κάτω από 2%), πολλοί θυμήθηκαν ένα παλιό αφήγημα. Όταν ανεβαίνουν οι αποδόσεις των ομολόγων, οι υπερτιμημένες μετοχές και γενικότερα τα περιουσιακά στοιχεία με ρίσκο παίρνουν την κατηφόρα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που πολλοί επανέφεραν το αφήγημα από το σπάσιμο της φούσκας των dot com, δηλ. πριν από δύο δεκαετίες. Όμως, οι ανησυχίες τους αποδείχθηκαν αβάσιμες τις περισσότερες φορές. Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν ελάχιστες περιπτώσεις που η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων προκάλεσε τεκτονικές μεταβολές στις αγορές. Μια από αυτές ήταν το καλοκαίρι του 2007, όταν η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου ξεπέρασε το 5%, στρώνοντας το έδαφος για την οικονομική κρίση και την εκ νέου υποχώρηση των αποδόσεων.
Σήμερα, πολλά έχουν αλλάξει. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ, στην ευρωζώνη κι αλλού βρίσκεται σε υψηλά πολυετή επίπεδα ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν πάρει την ανιούσα, διασπώντας την καθοδική τάση των τελευταίων 40 χρόνων. Για τους κατόχους μετοχών και άλλων κινητών αξιών που ενέχουν ρίσκο προκύπτει ένα δίλημμα. Όσο πιο γρήγορα αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός τόσο μεγαλύτερη θα είναι η υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων και τόσο καλύτερα θα είναι για τις αποτιμήσεις των μετοχών. Από την άλλη πλευρά, τυχόν ταχεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού λόγω καθίζησης της οικονομικής δραστηριότητας θα ήταν ό,τι χειρότερο για τα κέρδη των επιχειρήσεων.
Θεωρητικά, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες όπως η Fed, η ΕΚΤ και άλλες, προσπαθούν να μειώσουν τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσουν ανώμαλη προσγείωση των οικονομιών, δηλ. ύφεση ή στασιμότητα. Με άλλα λόγια, θέλουν να επιτύχουν ομαλή προσγείωση με ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης. Όμως, τα πράγματα δεν είναι απλά. Ακόμη κι αν οι κεντρικές τράπεζες κατορθώσουν να βρουν το ιδανικό επίπεδο επιτοκίου που μειώνει δραστικά τον πληθωρισμό χωρίς να πληγώνει σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη, τα επιχειρηματικά κέρδη μπορούν να πληγούν.
Κι αν τα κέρδη μειωθούν επειδή η αύξηση του τζίρου υπολείπεται της αύξησης του κόστους τους, είναι επόμενο να υποστούν σημαντικές απώλειες οι μετοχές τους. Θα είναι το δεύτερο χτύπημα. Το πρώτο προερχόταν από το χαμήλωμα του πήχη για τις αποτιμήσεις των μετοχών λόγω της ανόδου των αποδόσεων των ομολόγων. Μερικοί θυμούνται τι συνέβη το 1982, όταν η πτωτική αγορά στις μετοχές ολοκληρώθηκε. Τότε, το χαμηλότερο σημείο των μετοχών ήλθε σχεδόν ένα χρόνο μετά το ναδίρ του πολλαπλασιαστή κερδών (P/E) καθώς ακολούθησε η βουτιά των κερδών.
Τι θέλουμε να πούμε; Καλή η ομαλή προσγείωση της οικονομίας, αλλά δεν είναι πανάκεια για τους μετόχους των επιχειρήσεων.